(δημοσιεύθηκε στο Economist/ Καθημερινή της 27.05.2006)
Το Δεκέμβριο του 2002 ο πολιτικός Trent Lott παραιτείται από ηγετική θέση της Γερουσίας των ΗΠΑ, εξαιτίας προσβλητικών απόψεων που εξέφρασε σε εκδήλωση λίγες ημέρες πριν. Το σκάνδαλο έφεραν στην επιφάνεια πολίτες που συμμετείχαν σε ιστολόγια (blogs). Τα παραδοσιακά ΜΜΕ δεν αντιλήφθηκαν το γεγονός.
Το 2004 αναρτώνται σε ιστολόγιο οι πρώτες φωτογραφίες νεκρών Αμερικανών στρατιωτών που επέστρεψαν από το Ιράκ. Οι φωτογραφίες έγιναν την επομένη, θέμα στα πρωτοσέλιδα όλου του κόσμου.
To CBS ζήτησε συγγνώμη για ψευδές ρεπορτάζ της εκπομπής «60 λεπτά», που αναφερόταν στη θητεία του Αμερικανού προέδρου. Tα έγγραφα που αποκάλυψαν τα ψεύδη, αναρτήθηκαν σε ιστολόγιο λίγα μόλις λεπτά μετά την εκπομπή.
Δύο ημέρες μετά το τσουνάμι βρήκα τα πιο τρομακτικά και χωρίς περικοπές βίντεο της τραγωδίας, σε ιστολόγιο κάποιου Άγγλου τουρίστα. Οι ίδιες εικόνες έγιναν θέμα στα ελληνικά κανάλια, τουλάχιστον ένα μήνα μετά.
O Νικολά Σαρκοζύ θέτει χωρίς φόβο τις απόψεις του σε διάλογο και αναμεταδίδει τις τηλεοπτικές συζητήσεις του, στο προσωπικό του ιστολόγιο.
Το 2006 στη Γερμανία, πολιτική καμπάνια με κεντρικό σύνθημα «εσύ είσαι η Γερμανία» αποσύρθηκε μετ’απολογίας, δημιουργώντας τεράστιο πολιτικό θέμα. Αιτία, οι Γερμανοί bloggers που ανακάλυψαν τις ομοιότητες με παρόμοιο σύνθημα του Χίτλερ, αναρτώντας ως απόδειξη φωτογραφίες από συνέδριο των Ναζί του 1935.
Τα ιστολόγια φέρνουν ήδη τις πρώτες ανατροπές στην πολιτική. Από που όμως αντλούν τη δύναμή τους;
Τα ιστολόγια αποτελούν «ηλεκτρονικά ημερολόγια» καταγραφής απόψεων, ιδεών, κουτσομπολιού ή ο,τιδήποτε άλλο επιθυμήσει ο καθένας, που αναρτώνται στο Internet. Οποιοσδήποτε μπορεί να δημιουργήσει δωρεάν και σε λιγότερο από δέκα λεπτά το προσωπικό του ιστολόγιο. Η δύναμή τους όμως δεν βασίζεται τόσο στο περιεχόμενο, το οποίο συχνά ελέγχεται ως προς την αντικειμενικότητα. Ούτε βεβαίως εντοπίζεται στο μεγάλο πλήθος του αναγνωστικού τους κοινού. Ένα ιστολόγιο μπορεί να διαβάζεται από μερικές χιλιάδες ανθρώπους, ή ... και από μόνο 2-3 φίλους και συγγενείς!
Το πρώτο συστατικό της δύναμης των ιστολογίων είναι η ελευθερία του λόγου, που απελευθερώνει την ατομική έκφραση και επιτρέπει την κριτική σκέψη. Καθένας μπορεί να σχολιάσει ό,τι του κεντρίζει το ενδιαφέρον. Παράλληλα όμως, οποιοσδήποτε αναγνώστης έχει τη δυνατότητα να συμπληρώσει την αρχική άποψη του συγγραφέα με δικά του σχόλια, να επικρίνει, να διαφωνήσει και να προσθέσει σημεία, χωρίς περιορισμούς. Άρα η διαφορά από τα μονόδρομα μέσα, όπως οι εφημερίδες και πολύ περισσότερο η τηλεόραση, είναι θεμελιώδης.
Σε αντίθεση με τα παραδοσιακά ΜΜΕ, ο κάθε πολίτης απελευθερώνει τη δύναμη της διαφορετικότητάς του και μετατρέπεται από παθητικό δέκτη σε διαμορφωτή της είδησης και της άποψης.
Αυτό είναι η πρώτη σημαντική τομή που φέρνουν τα ιστολόγια στην πολιτική. Μέσα από τα ιστολόγια, ο πολίτης καταργεί πρακτικές του τύπου «διάβαζε-διέδιδε άκριτα την κεντρική κομματική γραμμή». Η πολιτική είδηση που μεταδίδεται από τα ΜΜΕ δεν αποτελεί την μόνη αλήθεια. Τα πάντα τίθενται σε αμφισβήτηση και ο απελευθερωμένος πολίτης έχει τη δυνατότητα να δώσει τη δική του απεγκλωβισμένη οπτική, στο δικό του μικρό ή μεγάλο κοινό. Και βεβαίως να μετρήσει τους λίγους ή πολλούς υποστηρικτές της άποψής του. Αυτό όμως που αναδεικνύεται ως σημαντικότερο, είναι η διαφορετικότητα, η ιδιαίτερη αξία και η δύναμη της άποψης του κάθε ξεχωριστού ατόμου σε πείσμα όσων επιμένουν να τον αντιμετωπίζουν ως «μάζα», να τον τοποθετούν σε αγέλες ή σε «κοινωνικές ομάδες» του μέσου όρου.
Το δεύτερο συστατικό της δύναμης των ιστολογίων είναι η δυνατότητα να διασυνδέονται μεταξύ τους. Κάθε άποψη που εκφέρεται, κάθε αντίλογος ή στοιχείο που παρατίθεται, συνοδεύεται από συνδέσμους προς την πηγή των δεδομένων ή προς την αρχική θέση. Αυτή η δομή επιτρέπει τόσο τη γρήγορη επαλήθευση ισχυρισμών, όσο και τη δημιουργία ενός εξαιρετικά σύνθετου αλλά και αποτελεσματικού ιστού απόψεων. Το χαρακτηριστικό της διασύνδεσης, επηρεάζει όλο και περισσότερο τις έγκριτες εφημερίδες ιδιαίτερα στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, που πολύ τακτικά πλέον κάνουν αναφορές σε ειδήσεις ή σχόλια που αλιεύονται στα ιστολόγια.
Το στοιχείο της διασύνδεσης αποτελεί τη δεύτερη σημαντική τομή που φέρνουν τα ιστολόγια στην πολιτική. Οι πολιτικές απόψεις δεν ακολουθούν μια αυστηρή ιεραρχία επεξεργασίας. Μέσα από τη διαφωνία, τη συμπλήρωση και κυρίως τη μετακίνηση από ιστολόγιο σε ιστολόγιο αξιοποιώντας τους ηλεκτρονικούς συνδέσμους, οι απόψεις αλλά και οι ειδήσεις εκτίθενται ευρέως, σχολιάζονται, απορρίπτονται και ωριμάζουν πολύ πιο γρήγορα συγκριτικά με τις παραδοσιακές κομματικές δομές ή τα ΜΜΕ.
Ήδη, στα ελληνικά ιστολόγια συναντά κανείς τις πιο ώριμες πολιτικές συζητήσεις για καθημερινά ζητήματα, με πολύ υψηλή και δημιουργική συμμετοχή. Από τις πιο ολοκληρωμένες και καλά δομημένες φιλελεύθερες απόψεις στο ιστολόγιο e-rooster, μέχρι απόψεις και αντίλογο για θέματα του κοινωνικού κράτους στο ιστολόγιο του Μίμη Ανδρουλάκη, συγκροτημένες προτάσεις για τη συνταγματική αναθεώρηση, αλλά και τα ιστολόγια πολλών ανώνυμων και επώνυμων ελλήνων bloggers.
Συγκρινόμενα με άλλες μορφές συμμετοχής στα κοινά, όπως κόμματα, μη-κυβερνητικές οργανώσεις κλπ. τα ιστολόγια στην Ελλάδα έχουν μέχρι στιγμής μικρή επιρροή. Ωστόσο, ο ρυθμός εξέλιξής τους ακολουθεί τη διεθνή τάση. Στις ΗΠΑ το 1999 ο αριθμός των blogs ήταν σχεδόν πενήντα, το 2003 υπολογίζονταν σε 3 εκατομμύρια και σήμερα ξεπερνούν τα 15 εκατομμύρια! Στην Ελλάδα, εκτιμάται ότι μόλις το 1% των ελλήνων χρηστών Internet διατηρούν δικό τους ιστολόγιο. Οι αναγνώστες τους όμως αγγίζουν ήδη τις μερικές χιλιάδες και αυξάνονται με υψηλούς ρυθμούς καθημερινά...
Σε κάθε περίπτωση, τα ελληνικά ιστολόγια φέρουν αυτή τη στιγμή εξαιρετικά τεκμηριωμένες απόψεις, σχολιάζουν με μεγάλη συμμετοχή και ωριμότητα τα καθημερινά δρώμενα και μεταφέρουν στην ελληνική πολιτική σκηνή ένα διαφορετικό, απελευθερωμένο τρόπο σκέψης βασισμένο στη δύναμη της «μαχόμενης ατομικότητας».
Αν τα συμβατικά μέσα μαζικής ενημέρωσης δεν μπορούν να απευθυνθούν στις ουσιαστικές ανησυχίες των πολιτών και περιορίζονται στα επιδερμικά και στα πρόσκαιρα, τα ελληνικά ιστολόγια προσφέρουν ήδη πολλούς λόγους για να θεωρήσει κανείς ότι «είμαστε ακόμα ζωντανοί...».
Οι τομές στην ελληνική πολιτική σκηνή μόλις άρχισαν...
Σάββατο, Μαΐου 27, 2006
Σάββατο, Μαΐου 06, 2006
Τι είπαν οι «υποκλοπές» για τη σχέση μας με την τεχνολογία
(Δημοσιεύθηκε στο Popular Science/ Καθημερινή στις 06.05.2006)
Το πρόσφατο ζήτημα των υποκλοπών, εκτός από ο,τιδήποτε άλλο, ανέδειξε έντονα την προβληματική σχέση της Ελλάδας με τις νέες τεχνολογίες.
Η αποκωδικοποίηση κάθε συζήτησης, οδηγούσε μονότονα στο ίδιο συμπέρασμα: η Ελλάδα δεν έχει ακόμη κατορθώσει να τοποθετήσει την τεχνολογία στο DNA της.
Η χώρα αντιμετωπίζει την πληροφορική και τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες φοβικά. Η κινητή τηλεφωνία εξαιρείται κυρίως λόγω της πολυετούς εξοικείωσης με τις συσκευές τηλεφώνου και την απλότητα χρήσης τους. Παρ’όλα αυτά, ηλεκτρονικοί υπολογιστές και ιδιαιτέρως το Internet αποτελούν «ξένο σώμα» στην καθημερινότητα των πολιτών. Σήμερα, μόλις ένα 18% των Ελληνικών νοικοκυριών χρησιμοποιεί συχνά το Internet έναντι 44% στην Ευρώπη των 25. Το αντίστοιχο ποσοστό για το γρήγορο («ευρυζωνικό») Internet είναι...1,5%!
Δύο βασικές αιτίες οδήγησαν σε αυτή τη μακροχρόνια προβληματική σχέση.
Η πρώτη αφορά στην προσπάθεια επιτήδειων που αναλαμβάνουν ρόλο «λαϊκού προστάτη», να συνδέουν συστηματικά την τεχνολογία με φοβίες, παραπληροφόρηση και συνομωσίες. Η βαθιά συντηρητική στάση έναντι ο,τιδήποτε καινούργιου, τους προκαλεί αδυναμία διαχωρισμού κακής από καλή χρήση. Στην πραγματικότητα δεν χτυπούν την τεχνολογία, αλλά τις αλλαγές που φέρνει. Αν κατ’ αναλογία συζητούσαμε για τον ηλεκτρισμό τη δεκαετία του ‘20, σίγουρα οι ίδιοι «λαϊκοί προστάτες» θα τον είχαν αποκηρύξει λόγω κάποιας μοιραίας ηλεκτροπληξίας!
Η δεύτερη αιτία, σχετίζεται με το τρόπο που αξιοποιήθηκε η τεχνολογία στη χώρα. Από το 1994 και για μια δεκαετία, η πολιτική για την πληροφορική σχεδιάσθηκε από θιασώτες της μεγάλης μηχανής του κράτους. Βασίσθηκε σε ένα νέο ιδεολογικό μανδύα για το ρόλο των τεχνολογιών, που υπέκρυπτε τεχνηέντως τη βαθιά πολιτική πεποίθηση πώς τίποτα στο κράτος δεν έπρεπε να αλλάξει. Όλα θα τα έλυνε η τεχνολογία αυτόματα, αρκεί να υπήρχαν οι πόροι. Και θα αρκούσε βεβαίως ένα «άθροισμα» έργων πληροφορικής. Όμως, τα περισσότερα από τα 3,5 δισ. ευρώ εθνικών και κοινοτικών πόρων που εισέρευσαν από το 1994 για τις νέες τεχνολογίες, απέδειξαν πώς το πρόβλημα δεν είναι η έλλειψη πόρων!
Κανείς δεν είπε στους πολίτες καθαρά ότι η τεχνολογία από μόνη της δεν αρκεί. Οι διεθνείς μελέτες δείχνουν ότι στην υιοθέτηση νέων τεχνολογιών, το 80% των ωφελειών προέρχεται από τις αναδιοργανώσεις που προηγούνται και το 20% από υψηλότερη παραγωγικότητα που φέρνει η πληροφορική. Παρ’ όλα αυτά, στην Ελλάδα η τεχνολογία ήρθε απλά...για να μην διαταράξει τις λειτουργίες του κράτους.
Το αποτέλεσμα;
Έως το 2004, ο ρόλος της τεχνολογίας στην παιδεία μεταφράστηκε σε εργαστήρια υπολογιστών, αποκομμένων από την τάξη. Η πληροφορική έγινε «μάθημα επιλογής», μακριά από τα χέρια των μαθητών στην καθημερινή αναζήτηση γνώσης και πληροφοριών για όλα τα μαθήματά τους. Το κράτος έκανε το «τεχνολογικό χρέος» του, αλλά τίποτα δεν άλλαξε ουσιαστικά για τους μαθητές.
Η εξυπηρέτηση πολιτών και επιχειρήσεων μεταφράστηκε σε όπως-όπως «μηχανοργάνωση» του δημοσίου για το δημόσιο. Αναποτελεσματικές δομές μεταφέρθηκαν σε ηλεκτρονικές πλατφόρμες. Οι ξύλινες σφραγίδες έπρεπε να γίνουν ηλεκτρονικές. Σχεδιάστηκαν εσωστρεφώς δεκάδες «ολοκληρωμένα πληροφοριακά συστήματα» χρήσιμα εσωτερικά στις δημόσιες υπηρεσίες, χωρίς όμως ψηφιακές υπηρεσίες με άμεσα οφέλη για τους πολίτες.
Τα δε βραδυπορούντα αντανακλαστικά του κεντρικού σχεδιασμού δεν πρόλαβαν καν να αντιληφθούν τις ταχύτατες εξελίξεις στο Internet και την ευρυζωνικότητα.
Αυτή η προσέγγιση στέρησε από όλους μας πόρους και δυνατότητες. Οδήγησε όμως και στην απαξίωση της τεχνολογίας, πριν καλά-καλά αυτή αποκτήσει αξία! Αναμενόμενη λοιπόν η στρεβλή μας σχέση....
Ωστόσο η κατάσταση αντιστρέφεται. Αντιστρέφεται, αν αντιμετωπίσουμε την τεχνολογία ως βασικό μεταρρυθμιστικό εργαλείο σε ευρεία κλίμακα, σε συνδυασμό με ισχυρή θέληση για αλλαγές για τη βελτίωση της παραγωγικότητας και την ποιότητα της ζωής των πολιτών.
Αντιστρέφεται αν οι στόχοι από την τεχνολογία είναι για πολίτες και όχι για τεχνικούς. Να μετρούμε υπολογιστές στα σχολεία, αλλά κυρίως να μετρούμε πόσο βελτιώθηκαν οι μαθητές χρησιμοποιώντας τους. Να μετρούμε διαθέσιμες ψηφιακές υπηρεσίες, αλλά κυρίως να μετρούμε πόσο χρόνο εξοικονόμησαν οι πολίτες.
Να εγκαταστήσουμε συστήματα στο δημόσιο, λαμβάνοντας υπόψη ότι πολίτες και επιχειρήσεις ίσως δεν θέλουν ένα «έξυπνο» ή ένα «ηλεκτρονικό» κράτος. Μπορεί απλά να επιθυμούν...λιγότερο και απλούστερο κράτος.
Αυτή η διαφορετική προσέγγιση διαπνέει τη νέα Ψηφιακή Στρατηγική της χώρας για την περίοδο 2006-2013. Το ερώτημα βεβαίως παραμένει. Μπορούμε με αυτόν τον τρόπο να τοποθετήσουμε σύντομα την τεχνολογία στο DNA της Ελλάδας;
Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει με βεβαιότητα. Αξίζει όμως να προσπαθήσουμε αυτή τη φορά σωστά...
Αλλιώς ας αποκηρύξουμε την τεχνολογία ως βασικά επικίνδυνη. Και ας ετοιμαστούμε κατόπιν να ξανασυζητήσουμε για τους μεγάλους κινδύνους του ηλεκτρισμού....
Το πρόσφατο ζήτημα των υποκλοπών, εκτός από ο,τιδήποτε άλλο, ανέδειξε έντονα την προβληματική σχέση της Ελλάδας με τις νέες τεχνολογίες.
Η αποκωδικοποίηση κάθε συζήτησης, οδηγούσε μονότονα στο ίδιο συμπέρασμα: η Ελλάδα δεν έχει ακόμη κατορθώσει να τοποθετήσει την τεχνολογία στο DNA της.
Η χώρα αντιμετωπίζει την πληροφορική και τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες φοβικά. Η κινητή τηλεφωνία εξαιρείται κυρίως λόγω της πολυετούς εξοικείωσης με τις συσκευές τηλεφώνου και την απλότητα χρήσης τους. Παρ’όλα αυτά, ηλεκτρονικοί υπολογιστές και ιδιαιτέρως το Internet αποτελούν «ξένο σώμα» στην καθημερινότητα των πολιτών. Σήμερα, μόλις ένα 18% των Ελληνικών νοικοκυριών χρησιμοποιεί συχνά το Internet έναντι 44% στην Ευρώπη των 25. Το αντίστοιχο ποσοστό για το γρήγορο («ευρυζωνικό») Internet είναι...1,5%!
Δύο βασικές αιτίες οδήγησαν σε αυτή τη μακροχρόνια προβληματική σχέση.
Η πρώτη αφορά στην προσπάθεια επιτήδειων που αναλαμβάνουν ρόλο «λαϊκού προστάτη», να συνδέουν συστηματικά την τεχνολογία με φοβίες, παραπληροφόρηση και συνομωσίες. Η βαθιά συντηρητική στάση έναντι ο,τιδήποτε καινούργιου, τους προκαλεί αδυναμία διαχωρισμού κακής από καλή χρήση. Στην πραγματικότητα δεν χτυπούν την τεχνολογία, αλλά τις αλλαγές που φέρνει. Αν κατ’ αναλογία συζητούσαμε για τον ηλεκτρισμό τη δεκαετία του ‘20, σίγουρα οι ίδιοι «λαϊκοί προστάτες» θα τον είχαν αποκηρύξει λόγω κάποιας μοιραίας ηλεκτροπληξίας!
Η δεύτερη αιτία, σχετίζεται με το τρόπο που αξιοποιήθηκε η τεχνολογία στη χώρα. Από το 1994 και για μια δεκαετία, η πολιτική για την πληροφορική σχεδιάσθηκε από θιασώτες της μεγάλης μηχανής του κράτους. Βασίσθηκε σε ένα νέο ιδεολογικό μανδύα για το ρόλο των τεχνολογιών, που υπέκρυπτε τεχνηέντως τη βαθιά πολιτική πεποίθηση πώς τίποτα στο κράτος δεν έπρεπε να αλλάξει. Όλα θα τα έλυνε η τεχνολογία αυτόματα, αρκεί να υπήρχαν οι πόροι. Και θα αρκούσε βεβαίως ένα «άθροισμα» έργων πληροφορικής. Όμως, τα περισσότερα από τα 3,5 δισ. ευρώ εθνικών και κοινοτικών πόρων που εισέρευσαν από το 1994 για τις νέες τεχνολογίες, απέδειξαν πώς το πρόβλημα δεν είναι η έλλειψη πόρων!
Κανείς δεν είπε στους πολίτες καθαρά ότι η τεχνολογία από μόνη της δεν αρκεί. Οι διεθνείς μελέτες δείχνουν ότι στην υιοθέτηση νέων τεχνολογιών, το 80% των ωφελειών προέρχεται από τις αναδιοργανώσεις που προηγούνται και το 20% από υψηλότερη παραγωγικότητα που φέρνει η πληροφορική. Παρ’ όλα αυτά, στην Ελλάδα η τεχνολογία ήρθε απλά...για να μην διαταράξει τις λειτουργίες του κράτους.
Το αποτέλεσμα;
Έως το 2004, ο ρόλος της τεχνολογίας στην παιδεία μεταφράστηκε σε εργαστήρια υπολογιστών, αποκομμένων από την τάξη. Η πληροφορική έγινε «μάθημα επιλογής», μακριά από τα χέρια των μαθητών στην καθημερινή αναζήτηση γνώσης και πληροφοριών για όλα τα μαθήματά τους. Το κράτος έκανε το «τεχνολογικό χρέος» του, αλλά τίποτα δεν άλλαξε ουσιαστικά για τους μαθητές.
Η εξυπηρέτηση πολιτών και επιχειρήσεων μεταφράστηκε σε όπως-όπως «μηχανοργάνωση» του δημοσίου για το δημόσιο. Αναποτελεσματικές δομές μεταφέρθηκαν σε ηλεκτρονικές πλατφόρμες. Οι ξύλινες σφραγίδες έπρεπε να γίνουν ηλεκτρονικές. Σχεδιάστηκαν εσωστρεφώς δεκάδες «ολοκληρωμένα πληροφοριακά συστήματα» χρήσιμα εσωτερικά στις δημόσιες υπηρεσίες, χωρίς όμως ψηφιακές υπηρεσίες με άμεσα οφέλη για τους πολίτες.
Τα δε βραδυπορούντα αντανακλαστικά του κεντρικού σχεδιασμού δεν πρόλαβαν καν να αντιληφθούν τις ταχύτατες εξελίξεις στο Internet και την ευρυζωνικότητα.
Αυτή η προσέγγιση στέρησε από όλους μας πόρους και δυνατότητες. Οδήγησε όμως και στην απαξίωση της τεχνολογίας, πριν καλά-καλά αυτή αποκτήσει αξία! Αναμενόμενη λοιπόν η στρεβλή μας σχέση....
Ωστόσο η κατάσταση αντιστρέφεται. Αντιστρέφεται, αν αντιμετωπίσουμε την τεχνολογία ως βασικό μεταρρυθμιστικό εργαλείο σε ευρεία κλίμακα, σε συνδυασμό με ισχυρή θέληση για αλλαγές για τη βελτίωση της παραγωγικότητας και την ποιότητα της ζωής των πολιτών.
Αντιστρέφεται αν οι στόχοι από την τεχνολογία είναι για πολίτες και όχι για τεχνικούς. Να μετρούμε υπολογιστές στα σχολεία, αλλά κυρίως να μετρούμε πόσο βελτιώθηκαν οι μαθητές χρησιμοποιώντας τους. Να μετρούμε διαθέσιμες ψηφιακές υπηρεσίες, αλλά κυρίως να μετρούμε πόσο χρόνο εξοικονόμησαν οι πολίτες.
Να εγκαταστήσουμε συστήματα στο δημόσιο, λαμβάνοντας υπόψη ότι πολίτες και επιχειρήσεις ίσως δεν θέλουν ένα «έξυπνο» ή ένα «ηλεκτρονικό» κράτος. Μπορεί απλά να επιθυμούν...λιγότερο και απλούστερο κράτος.
Αυτή η διαφορετική προσέγγιση διαπνέει τη νέα Ψηφιακή Στρατηγική της χώρας για την περίοδο 2006-2013. Το ερώτημα βεβαίως παραμένει. Μπορούμε με αυτόν τον τρόπο να τοποθετήσουμε σύντομα την τεχνολογία στο DNA της Ελλάδας;
Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει με βεβαιότητα. Αξίζει όμως να προσπαθήσουμε αυτή τη φορά σωστά...
Αλλιώς ας αποκηρύξουμε την τεχνολογία ως βασικά επικίνδυνη. Και ας ετοιμαστούμε κατόπιν να ξανασυζητήσουμε για τους μεγάλους κινδύνους του ηλεκτρισμού....
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)