Η έννοια της εθνικής ανταγωνιστικότητας βρίσκεται επιτέλους, έπειτα από πολλά χρόνια, στο προσκήνιο! Το 2005 αποτελεί το πρώτο έτος που της αφιερώνουμε, αν και κάθε χρονιά θα έπρεπε να ορίζεται ως «έτος ανταγωνιστικότητας»....
Για πολλά έτη, η χώρα επαναπαύθηκε στους υψηλότερους συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ονομαστικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Τo σύνολο των ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών, ασχέτως ποιότητας ή καινοτομίας, παρέμεινε ανταγωνιστικό έως το 2000 αξιοποιώντας στο έπακρο ουσιαστικά ένα μοναδικό «εργαλείο» που ονομαζόταν διολίσθηση της δραχμής.
Ωστόσο, ήλθε η ώρα να αντιμετωπίσουμε κατάματα την πραγματικότητα που μας «αποκάλυψε» η συμμετοχή μας στην ONE: κατά την περίοδο 2000-2003 η Ελλάδα εμφανίζεται κάθε χρόνο πτωτική στην διεθνή κατάταξη ανταγωνιστικότητας του World Economic Forum.
Επιτύχαμε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, χωρίς ωστόσο να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας, χωρίς να διακριθούν επιχειρηματικοί κλάδοι διεθνώς και χωρίς η προοπτική της Ολυμπιάδας να φέρει ουσιαστικά δομικές αλλαγές, ωθώντας μας μπροστά.
Η συνειδητοποίηση του προβλήματος ανταγωνιστικότητας, όπως τώρα τη βιώνουμε, αποτελεί μια καλή αρχή για την αντιμετώπισή του, αλλά δεν αρκεί.
To κρίσιμο ερώτημα παραμένει: υπάρχουν «συνταγές» που εξασφαλίζουν επιτυχία;
Οι διεθνείς «συνταγές» και .... αποτυχίες
Υπάρχουν ουσιαστικά δύο τρόποι για να καταρτίσει κανείς μια επιτυχημένη πολιτική για την ανταγωνιστικότητα: ο πρώτος τρόπος είναι να ληφθούν τα εκτιμώμενα ως ορθά μέτρα πολιτικής, να μετρηθούν οι επιπτώσεις, και να .... γυρίσει ο χρόνος πίσω ώστε να γίνουν οι απαραίτητες διορθώσεις όπου απαιτείται, γεγονός βέβαια που μπορεί να συμβεί μόνο στα μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας!
Ο δεύτερος τρόπος, είναι να παρακολουθήσουμε την αντίστοιχη πορεία άλλων χωρών σε προγενέστερους χρόνους. Να αναλύσουμε τις δικές τους δοκιμές πολιτικών, να αξιολογήσουμε τις αποτυχίες και επιτυχίες τους και να προσπαθήσουμε να μεταφέρουμε τις καταλληλότερες από αυτές στην ελληνική πραγματικότητα.
Μέχρι την ουσιαστική συνειδητοποίηση του προβλήματος ανταγωνιστικότητας στις αρχές του 2004, οι ακολουθούμενες στην Ελλάδα πολιτικές αποτελούσαν κακέκτυπο αυτού που ονομάζεται “Washington Consensus”….
Η Βραζιλία, η Ρωσία, η Αργεντινή, η Πολωνία, το Μεξικό, η Ινδία, η Χιλή, η Νέα Ζηλανδία και δεκάδες άλλες αναπτυσσόμενες οικονομίες, καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90 θεώρησαν πως αρκεί να εφαρμοστεί το μίγμα πολιτικής που περιλαμβάνεται στο «Washington Consensus», δηλαδή ευρείες ιδιωτικοποιήσεις, διατήρηση του πληθωρισμού σε χαμηλά επίπεδα, ευελιξία την συναλλαγματική ισοτιμία, απελευθέρωση των αγορών κλπ., για να επιτευχθεί η ζητούμενη εθνική ανταγωνιστικότητα.
Δυστυχώς, οι προσπάθειες αυτές δεν καρποφόρησαν. Οι περισσότερες από τις προαναφερθείσες χώρες, δεν κατόρθωσαν να αλλάξουν ουσιαστικά την ανταγωνιστική τους θέση στον παγκόσμιο χάρτη, όχι βέβαια γιατί τα παραπάνω μέτρα είναι στη λάθος κατεύθυνση, αλλά γιατί αποτελούν απλώς τις απαραίτητες προϋποθέσεις.
Τόσο οι ιδιωτικοποιήσεις, η διατήρηση χαμηλού πληθωρισμού, όσο και ο έλεγχος των ελλειμμάτων, η απελευθέρωση των αγορών και η ευελιξία στην αγορά εργασίας, αποτελούν την απαραιτήτως αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για την ανταγωνιστικότητα.
Η αποτυχία των κεντρικά οριζόμενων βιομηχανικών πολιτικών
Επιπρόσθετα των παραπάνω, ιδιαίτερα στην Ευρωπαϊκή αγορά αλλά και στην Ιαπωνία και αλλού, εκτιμήθηκε πως η κρίσιμη παράμετρος για τη βελτίωση της θέσης της εκάστοτε χώρας, είναι η ισχυροποίηση της βιομηχανίας μέσω κεντρικών πολιτικών ενίσχυσης συγκεκριμένων υποκλάδων και η διατήρηση του «κλειστού χαρακτήρα» των αγορών, ώστε να αποκρουσθούν οι κίνδυνοι διείσδυσης ξένων επιχειρήσεων στις εγχώριες αγορές.
Όμως φευ! Το όργανο κεντρικού βιομηχανικού σχεδιασμού στην Ιαπωνία, το Υπουργείο Βιομηχανίας και Διεθνούς εμπορίου (MITI), κατήρτισε στις δεκαετίες του ’80 και του ’90 κεντρική βιομηχανική πολιτική που όχι μόνο δεν βελτίωσε αλλά αντίθετα ζημίωσε τη χώρα.... Οι προτάσεις του αφορούσαν στην ενίσχυση της Ιαπωνικής βιομηχανίας, μέσω δημιουργίας «μεγάλων παικτών». Η συνταγή που ακολουθήθηκε ήταν η ώθηση των βιομηχανιών τους σε μεταξύ τους εξαγορές ή η επιβεβλημένη απόσυρσή τους από επιμέρους κλάδους, και η «προστασία» της αγοράς. Η πολιτική αυτή απέτυχε οικτρά....
Είναι το ίδιο όργανο κεντρικού σχεδιασμού, που στη δεκαετία του ’60 έχει συστήσει στη SONY να μην αγοράσει την πατέντα για το τρανζίστορ από την Αμερική, καθώς «κινδύνευε» να απωλεσθεί ο εθνικός χαρακτήρας της βιομηχανίας.... Ευτυχώς ούτε τότε βρήκε ευήκοα ώτα....
Στην Ευρώπη, η διαμόρφωση κεντρικών βιομηχανικών πολιτικών, όπως στη Γαλλία, στη Γερμανία κλπ. βοήθησε σημαντικά τις τοπικές αγορές, μόνο όμως έως τα τέλη της δεκαετίας του ’70. Την τελευταία εικοσιπενταετία, οι ευρωπαϊκές οικονομίες απώλεσαν σε παραγωγικότητα των επιχειρήσεων, καθώς οι κεντρικά οριζόμενες πολιτικές δεν κατόρθωσαν έγκαιρα να διαγνώσουν τις νέες συνθήκες. Η ευελιξία της στρατηγικής μιας μεμονωμένης βιομηχανικής επιχείρησης, επ’ ουδενί δεν μπορεί να συγκριθεί με το «βαρύ» και δυσκίνητο πλαίσιο που ορίζουν οι εθνικές βιομηχανικές πολιτικές.
Επιπλέον, οι ευρωπαϊκές οικονομίες απώλεσαν το ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα λόγω της διατήρησης του «κλειστού» χαρακτήρα των αγορών. Η «προστασία» των αγορών, δεν εξέθεσε τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες στο διεθνή ανταγωνισμό, και κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν υπήρχε ουσιαστικός λόγος ώστε αυτές να βελτιώσουν την παραγωγικότητά τους. Ο ευρωπαίος καταναλωτής βέβαια, συνέχιζε να πληρώνει ακριβότερα σε σχέση με τον πολίτη των ΗΠΑ τα ίδια προϊόντα και υπηρεσίες.
Η συνειδητοποίηση του προβλήματος της παραγωγικότητας έγινε μόνο όταν οι ίδιες βιομηχανίες, εξετέθησαν στο διεθνή ανταγωνισμό και απώλεσαν μερίδιο αγοράς.
Ανάπτυξη από κάτω προς τα πάνω...
Βάσει των παραπάνω διαπιστώσεων και από τη μελέτη των μοντέλων ανάπτυξης των περισσότερων χωρών παγκοσμίως, μέσω των στοιχείων που διατίθενται από τους διεθνείς οργανισμούς, προκύπτει ότι:
- η ανταγωνιστικότητα κάθε χώρας, οφείλεται ουσιαστικά στην υψηλή παραγωγικότητα 3-4 κλάδων της οικονομίας με σχετικά μεγάλο βάρος, και
- η ανάπτυξη του καθενός από τους 3-4 αυτούς κλάδους, οφείλεται κυρίως στις επιχειρηματικές καινοτομίες και στην υψηλή παραγωγικότητα μιας ή δύο βιομηχανιών, που πρωτοστατούν στον κλάδο.
Στην Ιαπωνία για παράδειγμα, η ανάπτυξη οφείλεται κυρίως σε τρεις κλάδους: στην αυτοκινητοβιομηχανία, στη βιομηχανία χάλυβα και στη βιομηχανία ηλεκτρονικών. Τρεις βιομηχανίες ουσιαστικά ενισχύουν την Ιαπωνική οικονομία, η οποία σε άλλους τομείς (λιανικό και χονδρικό εμπόριο, υπηρεσίες κλπ.) υπολείπεται σημαντικά σε παραγωγικότητα των ανταγωνιστριών οικονομιών.
Σε κάθε μια από αυτούς τους τρεις κλάδους (αυτοκινητοβιομηχανία, χαλυβουργία, ηλεκτρονικά) υπάρχουν μια-δύο εταιρίες στις οποίες οφείλεται το σύνολο σχεδόν της παραγωγικότητας. Τέτοιες εταιρείες είναι π.χ. η TOYOTA, η οποία εφήρμοσε πρωτοποριακές μεθόδους, όχι στη βάση μιας κεντρικής βιομηχανικής πολιτικής, αλλά επειδή με αυτόν τον τρόπο εξυπηρετούνταν καλύτερα τα εταιρικά της συμφέροντα. Παρακολουθώντας την, οι εγχώριες ανταγωνίστριες αυτοκινητοβιομηχανίες είχαν δύο επιλογές: ή να ακολουθήσουν το παράδειγμά της και να γίνουν καλύτερες, ή να κλείσουν. Στην Ιαπωνική αγορά συνέβησαν και τα δύο.... αλλά συνολικά η αυτοκινητοβιομηχανία έγινε εξαιρετικά παραγωγική χάρη σε μια-δύο επιχειρήσεις που αρχικά έδωσαν τον ρυθμό.
Στις ΗΠΑ στην πενταετία 1995-2000, η οικονομία ωθήθηκε αντίστοιχα από τη βιομηχανία μικροαγωγών και λογισμικού, από τον κλάδο χονδρικού εμπορίου και από 1-2 ακόμη κλάδους. Πρωταγωνιστές και σε αυτή την περίπτωση, δεν ήταν κάποιες κεντρικές πολιτικές, αλλά οι καινοτομίες σε συνδυασμό με έξυπνες βιομηχανικές στρατηγικές που ακολούθησαν μεμονωμένες εταιρείες όπως η Intel και η Wal-Mart αντίστοιχα και οι οποίες βελτίωσαν τους κλάδους τους συνολικά.
Ανταγωνιστικότητα χωρίς.... «συνταγή»
Τα παραπάνω παραδείγματα, και δεκάδες παρόμοια που ισχύουν για κάθε χώρα της Ευρώπης ή αλλού, υποδεικνύουν ότι η επίτευξη της εθνικής ανταγωνιστικότητας, δεν θα προέλθει βάσει μιας κεντρικής πολιτικής που θα αναγνωρίσει τους καταλληλότερους κλάδους. Η ανταγωνιστικότητα της χώρας θα είναι το αποτέλεσμα αυξημένης παραγωγικότητας σε σχέση με το διεθνή ανταγωνισμό, δυο-τριών κλάδων που θα διακριθούν από μόνες τους, και όχι κατόπιν κεντρικής υποδείξεως, ακριβώς επειδή θα έχει δημιουργηθεί το κατάλληλο πλαίσιο ευκαιριών, που θα «απελευθερώσει» τις δυνάμεις τους, ώστε να ξεχωρίσουν.
Σε κεντρικό επίπεδο, η μεγαλύτερη ώθηση στην ανταγωνιστικότητα θα δοθεί αν προχωρήσουν οι αλλαγές που ήδη ξεκίνησαν και οι οποίες εστιάζουν στην απελευθέρωση των αγορών, στον περιορισμό του κράτους αποκλειστικά σε στρατηγικό ρόλο «ρυθμιστή», στην εμπέδωση κανόνων διαφανούς ανταγωνισμού, στην αξιοποίηση των δυνατοτήτων νέων μορφών απασχόλησης που ενισχύουν την πρόσβαση στην εργασία, στη μείωση της παραοικονομίας που οδηγεί σε αθέμιτο ανταγωνισμό και στη μείωση της γραφειοκρατίας και της αναποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα που δημιουργεί πρόσθετα εμπόδια στις εγχώριες βιομηχανίες έναντι των διεθνών ανταγωνιστών τους.
Ένα πλέγμα πολιτικών που σκοπεύει στην απλότητα και στην ελευθερία του πλαισίου λειτουργίας της αγοράς, όπως ήδη αποτελεί κυβερνητικό στόχο, είναι αυτό που θα δώσει ώθηση στις ικανότερες επιχειρήσεις να επικεντρωθούν στους επιχειρηματικούς τους στόχους, να ανταγωνιστούν επί ίσοις όροις στο διεθνή στίβο και να «τραβήξουν» μαζί τους σε υψηλότερους ρυθμούς και τις υπόλοιπες εταιρίες του κλάδου που δραστηριοποιούνται.
Από την πλευρά της εγχώριας βιομηχανίας, είναι απαραίτητο να συνειδητοποιηθεί πως επιχειρηματικές στρατηγικές που δεν αποσκοπούν στην δημιουργία καινοτομικών προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής ποιότητας με δυνατότητα να ανταγωνίζονται διεθνή προϊόντα, οδηγούν αργά ή γρήγορα σε απώλεια ανταγωνιστικότητας. Οι επιχειρηματικές στρατηγικές που βασίζονται απλά στο χαμηλό κόστος εργασίας έχουν ήδη αρχίσει να αποτυγχάνουν σε πολλούς κλάδους.
Για την επίτευξη της επιχειρηματικής καινοτομίας σε προϊόντα ή διαδικασίες παραγωγής, απαιτούνται από τις εγχώριες επιχειρήσεις περισσότερες επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη, αξιοποίηση του ερευνητικού δυναμικού της χώρας σε στενή συνεργασία με τα Πανεπιστήμια και κυρίως η σύναψη συνεργασιών μεγάλης κλίμακας σε κάθε κλάδο.
Η δημιουργία σταθερών και μόνιμων συνεργασιών μεταξύ επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε συμπληρωματικά αντικείμενα του ίδιου κλάδου («clusters») αποτελεί βασικό μοχλό ενδυνάμωσής τους και εξάπλωσης σε διεθνείς αγορές, όπου ο ανταγωνισμός είναι σκληρός.
Τρεις ή τέσσερις βιομηχανίες που θα συνειδητοποιήσουν τις παραπάνω ευκαιρίες μπορούν να «ζωντανέψουν» τους αντίστοιχους βιομηχανικούς κλάδους και να ωθήσουν τη χώρα σε υψηλότερη παραγωγικότητα, συμβάλλοντας με ουσιαστικό τρόπο στην ανάπτυξη.
Μαγικές λύσεις με τη μορφή πεφωτισμένων κεντρικών βιομηχανικών πολιτικών δεν υπάρχουν.... Η εθνική ανταγωνιστικότητα, επιτυγχάνεται από το επίπεδο της επιχείρησης προς τα πάνω. Κάθε πολιτική, είτε από την πλευρά του κράτους είτε από την πλευρά της επιχειρηματικής στρατηγικής, αυτές τις δυνάμεις πρέπει να απελευθερώσει....