Δευτέρα, Ιουλίου 10, 2006

Πληροφορική στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις: από τις πολιτικές επιδοτήσεων σε πολιτικές ουσίας

(δημοσιεύθηκε στο τεύχος 195 Ιουλίου-Σεπτεμβρίου 2006, του περιοδικού PLANT Management)

Είναι γεγονός ότι στη χώρα μας έννοιες όπως η ανταγωνιστικότητα, η υψηλή παραγωγικότητα, η προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων και η επιχειρηματικότητα μόλις τα τελευταία λίγα χρόνια κατόρθωσαν να ξεφύγουν από το «απαγορευμένο» λεξιλόγιο. Για ποικίλους πολιτικούς κυρίως λόγους, το επιχειρείν ταυτίστηκε τεχνηέντως με αρνητικές έννοιες όπως η «πλουτοκρατία», η «εξαπάτηση», η «εκμετάλλευση».

Για τους ίδιους λόγους, στη διάρκεια των τελευταίων 25 ετών δεν επελέγησαν πολιτικές που ευνοούν την ανάπτυξη μεγάλων και εύρωστων επιχειρήσεων. Κόντρα στις διεθνείς πρακτικές, υιοθετήθηκαν πολιτικές αλλά και ένα θεσμικό πλαίσιο που οδήγησε στην ανάπτυξη πολύ μεγάλου πλήθους, πολύ μικρών και κατά τεκμήριο αδύναμων επιχειρήσεων.

Αντί να φυτρώσουν μεγάλα και δυνατά δέντρα, προτιμήσαμε να φυτρώσουν χιλιάδες αδύναμα φύλλα. Ως αποτέλεσμα, ποσοστό μεγαλύτερο του 85% του συνολικού αριθμού επιχειρήσεων στη χώρα μας χαρακτηρίζονται ως μικρές ή πολύ μικρές, βάσει των Ευρωπαϊκών ορισμών.

Αρκετά σύντομα ωστόσο, στα μέσα περίπου της δεκαετίας του ’90, διαπιστώθηκε η εγγενής αδυναμία αυτού του ιδιότυπου αναπτυξιακού προτύπου. Οι πολύ μικρές επιχειρήσεις δεν θα μπορούσαν να αντεπεξέλθουν στις οικονομίες κλίμακας, στην κεφαλαιακή επάρκεια, στην τεχνολογική πρωτοπορία και στη δυνατότητα καινοτομίας των μεγαλύτερων εγχώριων ή διεθνών επιχειρήσεων. Ως εκ τούτου, θα είχαν δύο επιλογές: ή να εκσυγχρονισθούν για να γίνουν παραγωγικότερες και μεγαλύτερες ή να κλείσουν.

Στην απέλπιδα προσπάθεια της ενίσχυσης της παραγωγικότητας του μεγάλου πλήθους μικρών ελληνικών επιχειρήσεων, εισήλθε την ίδια περίπου εποχή στα μέσα του ’90, μια νέα ιδέα πολιτικής: οι επιδοτήσεις μέσω κοινοτικών πόρων για την απόκτηση τεχνολογικού εξοπλισμού πληροφορικής από τις επιχειρήσεις....


Ο σχεδιασμός του κράτους αντιλήφθηκε το πρόβλημα παραγωγικότητας και τεχνολογικής υστέρησης των ελληνικών επιχειρήσεων στη βάση τριών συνδυασμένων αντιλήψεων: Η πρώτη αντίληψη αντιμετώπισε την τεχνολογία ως ένα ακριβό αγαθό για τις μικρές επιχειρήσεις. Αυτή η αντίληψη βεβαίως δεν απείχε πολύ από την πραγματικότητα εκείνης της εποχής. Για το σκοπό αυτό, τα προγράμματα που σχεδιάσθηκαν εστιάσθηκαν στην παροχή οικονομικών κυρίως επιδοτήσεων και κινήτρων.

Η δεύτερη και περισσότερο καταστροφική αντίληψη, αντιμετώπισε τις μικρές επιχειρήσεις ως πανομοιότυπες. Για το λόγο αυτό, σχεδιάσθηκαν μαζικά μέτρα που τοποθετούσαν όλους τους ενδιαφερόμενους σε ένα ενιαίο «καλάθι» απόκτησης εξοπλισμού.

Η τρίτη αντίληψη και μάλλον χαρακτηριστική του κάθε θιασώτη του κρατικού παρεμβατισμού, θεώρησε πως το κράτος μπορεί να γνωρίζει καλύτερα από κάθε μικρό επιχειρηματία, από κάθε φορέα που παράγει ή διαθέτει τεχνολογία και εν τέλει καλύτερα από την ίδια την αγορά πληροφορικής, τι χρειάζεται σε τεχνολογικό επίπεδο μια μικρή επιχείρηση. Και αυτή η αντίληψη, οδήγησε στην «επιβολή» προκατασκευασμένων προηγμένων «τεχνολογικών συνταγών» που βρίσκονταν όμως μακριά από τις πραγματικές ανάγκες των επιχειρήσεων.

Τα αποτελέσματα του παραπάνω συνδυασμού αντιλήψεων είναι ήδη ορατά. Οι επιδοτήσεις χρησιμοποιήθηκαν δυστυχώς από αρκετές επιχειρήσεις όχι ως μέσο εκσυγχρονισμού, αλλά ίσως σε συνδυασμό με υπερτιμολογήσεις ως μέσο ενίσχυσης των χρηματοροών τους. Η επιδότηση για την απόκτηση τεχνολογίας ξέφυγε από την αρχική της διάσταση και απέκτησε αμιγώς χαρακτήρα οικονομικού βοηθήματος.

Χιλιάδες συστήματα διαχείρισης επιχειρησιακών πόρων (ERP) που ο σχεδιασμός του κράτους αντιλήφθηκε ως προηγμένα και συμπεριέλαβε στη «συνταγή», προτάθηκαν προς εγκατάσταση από επιχειρήσεις που ούτε καν γνώριζαν τι σημαίνουν, που ούτε καν αντιλήφθηκαν με τι οργανωτικές αλλαγές πρέπει να συνδυαστούν για να φέρουν αποτέλεσμα. Η λήψη αποφάσεων από το κράτος για το κατάλληλο επίπεδο εξοπλισμού χωρίς τη συμβολή της αγοράς πληροφορικής, οδήγησε στην εγκατάσταση «θεόρατων» πληροφοριακών συστημάτων στην πλάτη μικρών επιχειρήσεων. Δεν έχει σημασία αν οι επιχειρήσεις επιζητούσαν απλά και πρακτικά να αυτοματοποιήσουν ένα μικρό λογιστήριο, τη διαχείριση των πελατών τους, ή να φτιάξουν μια μικρή ηλεκτρονική βιτρίνα. Έπρεπε να επιλέξουν από τη συνταγή που επέβαλλε ERP, ηλεκτρονική αγορά (e-marketplace) ή ότι άλλο μεγαλεπήβολο και συναφές κυκλοφορούσε ως τεχνολογία της μόδας.

Πρέπει να επισημανθεί βεβαίως, ότι υπήρξαν επιχειρήσεις που επωφελήθηκαν από αυτές τις ευκαιρίες. Αυτές όμως οι επιχειρήσεις είχαν ήδη σχέδιο για την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών και είχαν ήδη μελετήσει με ποιο τρόπο εξυπηρετεί τα επιχειρηματικά τους συμφέροντα. Ευρισκόμενες χρονικά στο κατάλληλο σημείο, άδραξαν την ευκαιρία και πέτυχαν. Θα το πετύχαιναν όμως ούτως ή άλλως, έστω και με λίγο μεγαλύτερο κόστος.

Τι συνέβη όμως συνολικά;

Έως το 2005 μόλις το 10% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων (1-10 εργαζόμενοι) διέθετε ιστοσελίδα σύμφωνα με στοιχεία του Παρατηρητηρίου για την Κοινωνία της Πληροφορίας. Μόλις ένα 12% μπόρεσε να πραγματοποιήσει ολοκληρωμένες συναλλαγές με το δημόσιο ηλεκτρονικά, έναντι ποσοστού 81% στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις. Μόλις το 0,15% του κύκλου εργασιών των ελληνικών επιχειρήσεων προέρχεται από ηλεκτρονικές πωλήσεις, και μόλις το 1,3% των μικρών επιχειρήσεων έχει πραγματοποιήσει ηλεκτρονικές αγορές, παρά το ότι περισσότεροι από 500.000 Έλληνες ήδη πραγματοποιούν αγορές ή παραγγελίες μέσω Διαδικτύου (Internet).

Το ερώτημα παραμένει: Μπορούν οι μικρές επιχειρήσεις να γίνουν παραγωγικότερες αξιοποιώντας την τεχνολογία; Και με ποια πολιτική;

Η απάντηση είναι καταφατική. Μπορεί πράγματι να υπάρξει μια περισσότερο αποδοτική πολιτική για την αξιοποίηση της πληροφορικής στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, η οποία ωστόσο απαιτεί μια διαφορετική προσέγγιση.

Είναι απαραίτητη η σταδιακή μετάβαση από τη λογική των επιδοτήσεων για την απόκτηση τεχνολογίας που ίσχυε έως πρόσφατα, στη δημιουργία νέου τύπου κινήτρων ώστε οι επιχειρήσεις να υιοθετήσουν την πληροφορική και τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες. Τα νέα αυτά κίνητρα οφείλουν να έχουν τη μορφή παρεμβάσεων μέσω της τεχνολογίας που θα διευκολύνουν τις ελληνικές επιχειρήσεις στην καθημερινή τους δραστηριότητα και άρα θα την καταστήσουν απαραίτητο σύμμαχο.

Για παράδειγμα, αποτελεί ισχυρό κίνητρο για μια μικρή επιχείρηση να υιοθετήσει την τεχνολογία και το ευρυζωνικό Διαδίκτυο προκειμένου να πραγματοποιεί τις συναλλαγές της ηλεκτρονικά εξοικονομώντας πολύτιμο χρόνο. Είναι ισχυρό κίνητρο για μια επιχείρηση να παρακολουθεί με ηλεκτρονικό τρόπο από τα τοπικά επιμελητήρια τις τάσεις που επικρατούν στον κλάδο της. Είναι ισχυρό κίνητρο η δυνατότητα ηλεκτρονικής ενημέρωσης για εναλλακτικές χρηματοδοτικές δυνατότητες μέσω των τραπεζών. Είναι ισχυρό κίνητρο η δυνατότητα εύκολης ηλεκτρονικής πώλησης προϊόντων οπουδήποτε στον κόσμο. Και βεβαίως τα συγκεκριμένα ενδεικτικά παραδείγματα αποτελούν πρακτικά οφέλη και πολύ ισχυρότερο κίνητρο για την απόκτηση τεχνολογίας από οποιαδήποτε πρόσκαιρη επιδότηση.

Στο ίδιο πλαίσιο και επιπρόσθετα των παραπάνω, οποιαδήποτε πολιτική για τις νέες τεχνολογίες οφείλει να ταχθεί στο στόχο της ενίσχυσης των επιχειρήσεων και της επιχειρηματικότητας με δύο διακριτούς αλλά συμπληρωματικούς τρόπους: Πρώτον, μέσω της ανάδειξης όλων των παραμέτρων που σχετίζονται με την επιχειρηματικότητα σε όλα τα στάδια της εκπαίδευσης και της μόρφωσης. Δεύτερον, μέσω της ενίσχυσης της δημιουργίας νέων επιχειρήσεων ιδιαίτερα στον τομέα της πληροφορικής και των επικοινωνιών, αξιοποιώντας σύγχρονες μορφές χρηματοδότησης (κεφάλαια επιχειρηματικού κινδύνου – venture capital κλπ.)

Και βεβαίως κάθε πολιτική για την περαιτέρω αξιοποίηση της πληροφορικής από τις μικρές επιχειρήσεις, πρέπει να βασισθεί σε μια νέα αντίληψη για το ρόλο των επιχειρήσεων: η κάθε επιχείρηση, μικρή ή μεγάλη, πρέπει να αντιμετωπισθεί ως ξεχωριστή με διαφορετικές ανάγκες και ως κύριο συστατικό στοιχείο για την οικονομική ανάπτυξη και την παραγωγή πλούτου για τη χώρα. Και η τεχνολογία πρέπει να τις προσφερθεί ως εργαλείο και ευκαιρία, και πάντως όχι ως επιβαλλόμενος αυτοσκοπός.

Η Ψηφιακή Στρατηγική 2006-2013 της χώρας ακολουθεί σε σημαντικό βαθμό αυτή τη νέα προσέγγιση, και προτείνει την αξιοποίηση της τεχνολογίας για τη βελτίωση της παραγωγικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων, προτείνοντας:
α. δράσεις για την προώθηση της χρήσης των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών στις επιχειρήσεις, παρόμοιες με αυτές που ήδη αναφέρθηκαν,
β. δράσεις για την αναδιοργάνωση του δημόσιου τομέα και την παροχή ψηφιακών υπηρεσιών εξυπηρέτησης του επιχειρηματικού ιστού της χώρας,
γ. δράσεις για την ενίσχυση της συμβολής του κλάδου νέων τεχνολογιών στο ΑΕΠ της χώρας, και
δ. δράσεις για την προώθηση της επιχειρηματικότητας σε τομείς που αξιοποιούν τις τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών.

Είναι καιρός να διαπιστώσουμε ότι η διαρθρωτική αδυναμία του μεγάλου πλήθους μικρών επιχειρήσεων ακόμη και αν δεν μπορεί να αντιστραφεί, μπορεί να αμβλυνθεί.

Οι τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών είναι σε θέση να μειώσουν τα γραφειοκρατικά εμπόδια και τις καθημερινές δυσκολίες των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και μπορούν να τους προσφέρουν περισσότερες ευκαιρίες στην επιχειρηματική γνώση, στην πληροφόρηση και κυρίως έκθεση σε μεγαλύτερες διεθνείς αγορές που ξεπερνούν τα στενά όρια της γειτονιάς ή της πόλης. Με άλλα λόγια, οι τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών μπορούν να διορθώσουν μέρος αυτής της διαρθρωτικής αδυναμίας της οικονομίας.

Για να αναδειχθεί ωστόσο η αξία των νέων τεχνολογιών είναι απαραίτητο να τις αντιμετωπίσουμε όχι μέσα από τα μυωπικά γυαλιά των επιδοτήσεων ή των μαζικών ομογενοποιημένων προγραμμάτων, αλλά μέσα από την επιχειρηματική οπτική που αναζητεί τα καθημερινά οφέλη από τη χρήση τους. Από αυτήν την πρακτική πλευρά της τεχνολογίας πρέπει να ξεκινήσουμε.... και σε αυτή την προσέγγιση, ας επικεντρωθούμε επιτέλους στην αξία της τεχνολογίας και όχι στο κόστος της.