Δευτέρα, Δεκεμβρίου 04, 2006

Η «Καθαρή Πολιτική».... θέλει τόλμη και τεχνολογία, όχι άλλες διατάξεις!

(δημοσιεύθηκε στην Ελληνική έκδοση του Εconomist - τεύχος 34, Δεκέμβριος 2006)

Αέναες συζητήσεις και αντιδικίες για το «ασυμβίβαστο των βουλευτών». Ένα Σύνταγμα, θεωρητικώς το υπέρτατο και διαχρονικό κείμενο αρχών και αξιών κάθε χώρας, που ταλαιπωρείται με προσθήκες διαχειριστικού χαρακτήρα στο όνομα της διαφάνειας.

Ένα μεγάλο και δυσκίνητο κράτος, που για να πετύχει «Καθαρή Πολιτική» λειτουργεί με δικονομικές αντιλήψεις της δεκαετίας του ’50: πάνω σε μια βαβέλ νόμων, διαταγμάτων και ερμηνευτικών εγκυκλίων, χτίζει ακόμη περισσότερους νόμους, διατάγματα και δαιδάλους διατάξεων.

Κάθε προσπάθεια για νέες πρωτοβουλίες και νέα έργα σε οποιοδήποτε τομέα, στραγγαλίζεται σε μια βαριά διαχειριστική αλυσίδα διαδικασιών, στο όνομα της χρηστής διαχείρισης. Χιλιάδες σπαταλημένες εργατοώρες κυνηγώντας δικαιολογητικά, πιστοποιητικά και ανεμόμυλους της διαφθοράς.

Πετύχαμε τουλάχιστον με αυτό το συνονθύλευμα νόμων και τους ποταμούς πιστοποιητικών την πολυπόθητη «Καθαρή Πολιτική»; Πετύχαμε τη διαφάνεια που επιζητούμε; Είμαστε πλέον βέβαιοι για το ποιόν πολιτικών και δημοσίων φορέων;

Την απάντηση δίνουν οι διεθνείς οργανισμοί. Το 2006 η Ελλάδα βελτίωσε μεν τη θέση της στην ετήσια έκθεση της Διεθνούς Διαφάνειας, παρ’ όλα αυτά οι πρακτικές πολλών δεκαετιών συνεχίζουν να μας καθιστούν τη δεύτερη πιο διεφθαρμένη χώρα στην Ε.Ε μετά την Πολωνία! Το δε αίτημα των πολιτών για «Καθαρή Πολιτική» παραμένει το ίδιο δυνατό όσο ποτέ.

Παρ’ όλη τη χαμηλή μέχρι σήμερα επίδοση, λύση σε αυτό το σύγχρονο γόρδιο δεσμό υπάρχει! Αρκεί να εστιάσουμε σε δύο παραμέτρους.

Στην αναζήτηση της «Καθαρής Πολιτικής» είναι κατ’ αρχήν θεμελιώδες να αντιληφθούμε ότι η ανθρώπινη φύση είναι δυστυχώς σύμφυτη σε αρκετές περιπτώσεις με τη διαφθορά και μάλιστα από την «αρχή της ιστορίας»! Από την εποχή που «τριάκοντα αργύρια» άλλαξαν τη ροή της, από την εποχή που οι κερκόπορτες άνοιξαν και που Εφιάλτες πρόδιδαν μυστικά περάσματα μόνο και μόνο για να εξασφαλίσουν μια μικρή προσωπική αμοιβή, από τόσο παλιά υπάρχει το φαινόμενο που σήμερα κατηγορούμε. Αυτή η «ανθρώπινη διάσταση» της διαφθοράς είναι μια σημαντική παράμετρος που οφείλουμε να κατανοήσουμε αν επιθυμούμε να την αντιμετωπίσουμε.

Η δεύτερη παράμετρος που οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε, είναι ότι κάθε νέος νόμος και κάθε διάταξη χτίζει καινούργιες «σκοτεινές γωνιές» και παράθυρα διαφυγής. Κάθε ερμηνευτική εγκύκλιος αποτελεί ένα ακόμη κακοραμμένο μπάλωμα που αφήνει εκτεθειμένες νέες τρύπες, αποτελεί μια πρόχειρα φτιαγμένη κορδέλα σε ένα γαϊτανάκι νόμων που αν κανείς το ξετυλίξει θα φθάσει έως την αρχή της δημιουργίας του Ελληνικού κράτους!

Αν πιστέψουμε λοιπόν πως με καινούργιους νόμους θα περιορίσουμε τα πιο σκοτεινά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης δεν κάνουμε απλώς ένα λάθος.... κάνουμε διπλό λάθος! Και βεβαίως με μαθηματική ακρίβεια οδηγούμαστε στο αντίστροφο αποτέλεσμα.

Αν θέλουμε συνεπώς να επιδιώξουμε μια «Καθαρή Πολιτική» και διαφάνεια, οφείλουμε να επιδιώξουμε τρία ουσιαστικά αλλά εντελώς διαφορετικά από τα προηγούμενα πράγματα.

Πρώτον, να τολμήσουμε να απλοποιήσουμε δραματικά το θεσμικό πλαίσιο. Να καταργήσουμε πιστοποιητικά και δικαιολογητικά. Να ξαναφτιάξουμε εκ του μηδενός διαδικασίες. Να τις ανασχεδιάσουμε. Να τολμήσουμε να καταργήσουμε αρμοδιότητες φορέων, διευθυντών και τμηματαρχών αψηφώντας ένα ανύπαρκτο πολιτικό κόστος. Να σκεφτούμε ξανά τις υπηρεσίες που παρέχονται σε πολίτες και επιχειρήσεις, αντιμετωπίζοντας τα πράγματα από τη δική τους οπτική, όχι από την οπτική του γραφειοκράτη που αρέσκεται σε πρόσθετες αρμοδιότητες, σε νέες δομές, σε πρόσθετους οργανισμούς, με ακόμη περισσότερους πόρους από τη φορολογία. Ο πρώτος σύμμαχος για μια «Καθαρή Πολιτική» είναι να τολμήσουμε την απλούστευση. Καθαρό μπορεί να είναι μόνο ότι είναι εξαιρετικά απλό.

Δεύτερον και σημαντικότερο: αφού δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τις πτυχές της ανθρώπινης φύσης, ας εξασφαλίσουμε τουλάχιστον ότι δεν θα απαιτείται ανθρώπινη παρέμβαση στις πιο κρίσιμες διαδικασίες.

Αντί να αναζητούμε πιστοποιητικά στις πολεοδομίες έναντι «γρηγορόσημου» και αδικαιολόγητων αμοιβών εδώ και εκεί, να δώσουμε τη δυνατότητα στον πολίτη να τα αποκτά με ηλεκτρονικό τρόπο από τον υπολογιστή του στο σπίτι του, χωρίς παρέμβαση οποιουδήποτε κακόβουλου.

Αντί κάθε συναλλαγή με την εφορία να προκαλεί φόβο για ενδεχόμενους εκβιασμούς, να εκμηδενίσουμε κάθε ανθρώπινη παρέμβαση μέσω της ηλεκτρονικής υποβολής δεδομένων, φορολογικών στοιχείων και πληρωμών, όπως ήδη έχει ξεκινήσει να υλοποιείται.

Αντί η έκδοση αδειών επιχειρήσεων να υπόκειται στο γραφειοκρατικό μαρτύριο 15 έως 45 υπογραφών και ενδεχόμενων «αιτημάτων διευκολύνσεων», να δώσουμε τη δυνατότητα να ολοκληρώνονται με ψηφιακό τρόπο οι διαδικασίες έναρξης επιχειρήσεων, χωρίς να χρειαστεί να παρέμβει κανείς.

Αντί να επιζητούμε τόνους από πιστοποιητικά για να επιτευχθεί η διαφάνεια στις προμήθειες του δημοσίου, να προχωρήσουμε ακόμη ταχύτερα στην υλοποίηση διαδικασιών ηλεκτρονικών προμηθειών –όπως ήδη ξεκίνησε στο πλαίσιο της Ψηφιακής Στρατηγικής 2006-2013- προκειμένου να εξαλείψουμε κάθε εστία διαφθοράς.

Αντί να απαιτούμε διαρκώς από πολίτες και επιχειρήσεις πιστοποιητικά «καθαρότητας», ας διασταυρώνουμε με ηλεκτρονικά μέσα τα στοιχεία των φορολογικών τους δηλώσεων για να εντοπίζουμε τους παραβάτες, όπως έγινε για πρώτη φορά μόλις το 2005, μετά από χρόνια!

Αντί να συγκεντρώνουμε χιλιάδες φύλλα χαρτιού με τα «πόθεν έσχες» βουλευτών και πολιτικών που εκ των πραγμάτων δεν μπορούν να ελεγχθούν, ας υποχρεωθούν να τα υποβάλλουν ηλεκτρονικά ώστε να είναι άμεσα συγκρίσιμα.

Και βεβαίως, αυτός ο κατάλογος με πολλές ακόμη τεχνολογικές λύσεις για την εξάλειψη της διαφθοράς είναι μακρύς!

Τα παραπάνω, συμπληρώνονται από μια ακόμη κρίσιμη τεχνολογική πτυχή. Η διαφάνεια απαιτεί καθαρή και άμεση επικοινωνία, και προπαντός δυνατότητα του πολίτη να έχει πρόσβαση σε κάθε πληροφορία που τον αφορά. Και βεβαίως το μέσο για την απρόσκοπτη πρόσβαση στην πληροφορία δεν μπορεί να είναι άλλο από το Διαδίκτυο.

Να μπορεί ο πολίτης να αναζητήσει τα «πόθεν έσχες» των βουλευτών του ηλεκτρονικά στο Internet, οποτεδήποτε το θελήσει και στο βαθμό που επιτρέπεται, αντί να αφεθεί στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων μιας και μόνο ημέρας.

Να μπορεί ο πολίτης να συνδιαλέγεται άμεσα με τον πολιτικό της αρεσκείας του, να μπορεί να διαβάζει τη γνώμη του, και να θέτει ερωτήματα όχι μόνο στα καφενεία και όποτε εκείνος εμφανιστεί, αλλά και με ηλεκτρονικά μέσα οποτεδήποτε θελήσει. Να αναγκάσει τον κάθε βουλευτή να αναπτύξει την προσωπική του θέση ως ίσος προς ίσο, αφήνοντας την κρυψώνα της κομματικής γραμμής! Δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότερο σύγχρονοι πολιτικοί της χώρας μας, δημιουργούν τα προσωπικά τους ιστολόγια (blogs) στο Internet και συζητούν καθημερινά τις θέσεις τους ανοιχτά με επώνυμους ή και ανώνυμους πολίτες.

Να μπορεί ο πολίτης να ενημερώνεται τακτικά με ηλεκτρονικά μέσα από όσους τον κυβερνούν, σχετικά με τις αποφάσεις τους για τις επιμέρους πολιτικές που επιλέγουν. Αντί της παθητικής παρακολούθησης τηλεοπτικών πολιτικών σόου στα παράθυρα των εντυπώσεων και αντί της ξύλινης γλώσσας των δελτίων τύπου, να είναι σε θέση να προκαλεί σε πραγματικό χρόνο αυτούς που τον κυβερνούν. Αυτό δεν είναι το μέλλον! Είναι το παρόν, όπως συμβαίνει στο blog της καγκελαρίου της Γερμανίας Angela Merkel, όπου η ίδια κάθε 15 ημέρες αναλύει με ολιγόλεπτες ηλεκτρονικές εκπομπές στο Διαδίκτυο τις πιο πρόσφατες πολιτικές επιλογές της και δέχεται ερωτήσεις.

Αυτά τα παραδείγματα είναι ενδεικτικά, αλλά χαρακτηριστικά ενός νέου προτύπου «Καθαρής Πολιτικής» και διαφάνειας.

Αντιπροσωπεύουν όμως καλύτερα από ο,τιδήποτε άλλο τις δυνατότητες που μπορεί να αποκτήσει μια Ψηφιακή Ελλάδα του σήμερα, από την Ελλάδα της πολυνομίας και της γραφειοκρατίας του χθες, που προσπαθεί να δέσει με «χάρτινες αλυσίδες» νόμων, πολίτες και πολιτικούς.

Είναι η αντιπαραβολή μεταξύ μιας σύγχρονης Ελλάδας που θέλει να επιτύχει την «Καθαρή Πολιτική» με πρακτικά τεχνολογικά μέσα, από μια Ελλάδα που από αδράνεια, σχεδόν αυτόματα, παράγει νόμους για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα διαφθοράς που επέφεραν οι προηγούμενοι νόμοι.

Σήμερα που το ζητούμενο πολιτών και πολιτικών όλων των πλευρών είναι η «Καθαρή Πολιτική», θα δούμε να ανοίγονται μπροστά μας δύο μονοπάτια: θα ακολουθήσουμε άραγε για άλλη μια φορά το σκοτεινό αλλά γνώριμο σοκάκι που προσθέτει αυτάρεσκα μερικές ακόμη σελίδες στο μεγάλο βιβλίο της γραφειοκρατίας, ή θα διαλέξουμε επιτέλους το δρόμο της τόλμης και της τεχνολογίας; Το δικό μας μέλλον θα το ορίσουν οι δικές μας επιλογές. Και τότε δεν θα υπάρχουν δικαιολογίες....

Πέμπτη, Νοεμβρίου 30, 2006

Ψηφιακή Στρατηγική 2006-2013: Απελευθερώνοντας το δυναμικό πολιτών και επιχειρήσεων

Η Ψηφιακή Στρατηγική 2006-2013 της χώρας, διατίθεται ως ολοκληρωμένο τεύχος-κείμενο αλλά και ηλεκτρονικά (σε μορφή αρχείου pdf) από την Ειδική Γραμματεία Ψηφιακού Σχεδιασμού.

Παραθέτω το πρώτο κεφάλαιο, που περιγράφει τις βασικές της αρχές.

"Η Ψηφιακή Στρατηγική 2006-2013 της Ελλάδας, υπερβαίνει τα στενά όρια της αξιοποίησης των νέων τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών.

Έχει ως στόχο να ενεργοποιήσει πολίτες και επιχειρήσεις και να απελευθερώσει το δυναμικό καθενός εξ’ αυτών, προς όφελος όλων, σε ορατό χρονικό ορίζοντα. Αναγνωρίζει πως κάθε πολίτης είναι ξεχωριστός, με ιδιαίτερες ανάγκες, δυνάμεις αλλά και δυνατότητες που μπορούν και πρέπει να αξιοποιηθούν ως κινητήριος δύναμη για την πρόοδο της κοινωνίας.

Αντιμετωπίζει την κάθε επιχείρηση, μικρή ή μεγάλη, ως το κύριο συστατικό στοιχείο για την οικονομική ανάπτυξη και ως απαραίτητη πηγή παραγωγής πλούτου στη χώρα.

Βασίζεται στην αντίληψη ότι δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνική πολιτική και κοινωνική συνοχή χωρίς την εξασφάλιση υψηλής παραγωγικότητας και οικονομικής ανάπτυξης που θα τη χρηματοδοτήσει με βιώσιμο τρόπο.

Ο ρόλος του κράτους σε αυτή την προσπάθεια μετατοπίζεται. Η Ψηφιακή Στρατηγική 2006-2013 επιθυμεί να αλλάξει σταδιακά το χαρακτήρα του κράτους από καθοδηγητή, σε κράτος που προσφέρει πολλαπλές δυνατότητες και ευκαιρίες, αφήνοντας τη δύναμη της επιλογής σε πολίτες και επιχειρήσεις. Κάθε πολίτης και κάθε επιχείρηση πρέπει να έχει το δικαίωμα της επιλογής στις αποφάσεις που επηρεάζουν την εξέλιξη, την ανάπτυξη και την ευημερία του. Για το λόγο αυτό η Ψηφιακή Στρατηγική αντιμετωπίζει το κράτος όχι με εσωστρέφεια ή ως αυτοσκοπό, αλλά μόνο μέσα από την οπτική εξυπηρέτησης πολιτών και επιχειρήσεων, εστιάζοντας στις δυνατότητες και στις ευκαιρίες που μπορεί προσφέρει σε αυτούς.

Νέα τεχνολογικά μέσα αξιοποιούνται ώστε να επιτευχθεί ανεμπόδιστη ροή γνώσης, πληροφορίας, ιδεών και πολιτισμικών εμπειριών από και προς την Ελλάδα, με στόχο την ανάδειξη της διεθνούς διάστασης της χώρας.

Η Αριστεία αναδεικνύεται ως βασική αρχή για τη δημιουργία προτύπων, για την κινητοποίηση πολιτών και επιχειρήσεων και για την επιβράβευση της προσπάθειας.

Η Ψηφιακή Στρατηγική μεριμνά όμως και για τους πολίτες που δεν έχουν σήμερα, για ποικίλους λόγους, τις ίδιες δυνατότητες με άλλους συμπολίτες τους. Προσφέρει περισσότερες ευκαιρίες στους λιγότερο ευνοημένους πολίτες, προκειμένου να βρεθούν σε ίδιο επίπεδο επιλογών.

Για όλους τους παραπάνω λόγους, η Ψηφιακή Στρατηγική θέτει συγκεκριμένους και μετρήσιμους στόχους που δεν είναι αποκλειστικά τεχνολογικού περιεχομένου, αλλά αφορούν σε ευρύτερες πτυχές της καθημερινής ζωής και δραστηριότητας.

Λόγω του εύρους των παρεμβάσεών της, η Ψηφιακή Στρατηγική αποτελεί μια πολιτική που αγγίζει επωφελώς όλο το εύρος της κοινωνικής και οικονομικής ζωής της Ελλάδας. Για να πετύχει το στόχο της, η Ψηφιακή Στρατηγική 2006-2013 χρησιμοποιεί ως βασικό εργαλείο τις τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών αλλά και τις νέες δεξιότητες που συνδέονται με την παραγωγή και την αξιοποίηση της γνώσης.

Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών δεν αφορούν πλέον αποκλειστικά σε συγκεκριμένους τομείς ή κλάδους της οικονομίας.
Οι νέες τεχνολογίες ενισχύουν τις κοινωνικές δομές και προσφέρουν πλήθος νέων ευκαιριών με χαμηλό κόστος στην παιδεία, τον πολιτισμό, την απασχόληση, την υγεία, την επιχειρηματικότητα και αλλού.

Οι νέες τεχνολογίες συμβάλλουν δυναμικά στην ανταγωνιστικότητα των οικονομιών είτε σε αμιγώς τεχνολογικούς κλάδους, είτε δευτερογενώς σε κλάδους που ωφελούνται από την αξιοποίηση της πληροφορικής και της γνώσης. Από το 2000 έως το 2004, στην Ευρώπη το 40% της βελτίωσης της παραγωγικότητας οφείλεται στην αξιοποίηση των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών.

Η Ψηφιακή Στρατηγική 2006-2013 αποσκοπεί στη δυναμική συμμετοχή της Ελλάδας σε αυτές τις εξελίξεις, προκειμένου να ανακτήσει το χαμένο έδαφος και να καρπωθεί τα οφέλη που προκύπτουν από τη χρήση των νέων τεχνολογιών.

Κατανοώντας σε βάθος τις δυνατότητες των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών και αξιοποιώντας αυτές με δυναμικό τρόπο ως εργαλείο, η Ψηφιακή Στρατηγική 2006-2013 επιθυμεί να δώσει τη σκυτάλη της κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης σε αυτούς που έχουν τη δύναμη και τη δυνατότητα να ωθήσουν την Ελλάδα μπροστά: σε κάθε πολίτη και σε κάθε επιχείρηση. "

Η ηλεκτρονική έκδοση βρίσκεται εδώ...

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 10, 2006

Microsoft ή Ανοιχτό Λογισμικό: Tο δίλημμα που αποκάλυψε τους θιασώτες του κρατικού παρεμβατισμού

(δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Κέρδος, της 10.09.2006)

«Η Βουλή της Ισπανίας το Δεκέμβριο του 2005, καταψήφισε συντριπτικά με 290 ψήφους κατά έναντι μόλις 15 υπέρ, πρόταση για υποχρεωτική επιβολή ανοιχτού λογισμικού σε εφαρμογές ηλεκτρονικής διακυβέρνησης».

«Το δημοτικό συμβούλιο του Μπρίστολ, αποφάσισε τη μετάπτωση του δήμου από εμπορικές εφαρμογές γραφείου σε εφαρμογές ανοιχτού λογισμικού».

«Χώρες της Ευρώπης όπως οι Μεγ.Βρετανία, Γερμανία, Φινλανδία, Τσεχία, Ουγγαρία, Σλοβακία, Εσθονία, Ρουμανία, Κροατία υπογράφουν στρατηγικές συμφωνίες με τη Microsoft».

«Η Ολλανδία υλοποιεί πρωτοβουλία για την εκπαίδευση, βασισμένη σε ανοιχτό λογισμικό».


Ο κατάλογος με αυτές τις φαινομενικά αντικρουόμενες ειδήσεις, είναι ανεξάντλητος. Το λογισμικό που χαρακτηρίζεται ως «ανοικτό» αναπτύσσεται σε ημι-εθελοντική βάση από ομάδες χρηστών, έχει πολύ χαμηλό ή μηδενικό κόστος ανάπτυξης και διατίθεται ελεύθερα χωρίς περιορισμούς. Οι εμπορικές εφαρμογές από την άλλη, δημιουργούνται με εμπορικό σκεπτικό από τις εταιρείες λογισμικού.


Τα τελευταία έτη το «ανοιχτό λογισμικό» έχει φθάσει σε σημαντική ωριμότητα. Οι συνήθεις εφαρμογές του στέκονται επάξια απέναντι σε αντίστοιχες εμπορικές εφαρμογές, ιδιαίτερα σε διαδομένους τομείς όπως βάσεις δεδομένων, web servers, επεξεργαστές κειμένου κλπ. Από την άλλη πλευρά, οι εμπορικές εφαρμογές αν και ακριβότερες, παρουσιάζουν ήδη τεράστια εγκατεστημένη βάση εξοικειωμένων χρηστών, προτιμώνται από τις ίδιες τις εταιρείες πληροφορικής ως πλατφόρμες για περαιτέρω ανάπτυξη λογισμικού, είναι διαθέσιμες για εξειδικευμένες εφαρμογές και έχουν πιο συστηματικές διαδικασίες συντήρησης.

Σε αυτό το σημείο προκύπτει η πρώτη παρατήρηση: το δίλημμα «εμπορικό λογισμικό ή ανοιχτό λογισμικό» δεν έχει μονοσήμαντη απάντηση, αλλά εξαρτάται από τις εκάστοτε ανάγκες του εκάστοτε πελάτη ή οργανισμού. Αναλόγως των ζητουμένων, μπορεί να υπερτερεί μια εμπορική εφαρμογή ή κάποια εφαρμογή ανοιχτού λογισμικού. Και αυτό βεβαίως αφορά και στις ψηφιακές υπηρεσίες που αναπτύσσουν οι κυβερνήσεις για την εξυπηρέτηση πολιτών και επιχειρήσεων. Πρέπει ωστόσο να γίνει μια τεχνική επισήμανση: είναι τελείως διαφορετική η συζήτηση για «ανοιχτά πρότυπα διαλειτουργικότητας» που επιτρέπουν ακόμη και σε εμπορικές εφαρμογές να ανταλλάσσουν δεδομένα, από τη συζήτηση για «ανοιχτό λογισμικό».

Η παραπάνω παρατήρηση, συμπληρώνεται από μια δεύτερη, ίσως πιο σημαντική: Το κράτος, χωρίς την απαραίτητη τεχνογνωσία και προφανώς χωρίς την απαιτούμενη ταχύτητα, αποδεδειγμένα δεν μπορεί και δεν πρέπει να έχει σαν ρόλο του την επιλογή τεχνολογίας. Σταδιακά σε όλη την Ευρώπη, το κράτος εγκαταλείπει το λεπτομερή προσδιορισμό τεχνικών προδιαγραφών σε έργα πληροφορικής και –αντίθετα- προδιαγράφει το είδος και την ποιότητα της ηλεκτρονικής υπηρεσίας που επιθυμεί. Ακολουθεί δηλαδή την πολιτική της «τεχνολογικής ουδετερότητας». Οι εταιρείες πληροφορικής ανταγωνίζονται για την παροχή της υπηρεσίας με τα ζητούμενα χαρακτηριστικά κόστους, συντήρησης και ποιότητας, επιλέγοντας όμως από μόνες τους τις καταλληλότερες τεχνολογίες έχοντας την απαραίτητη τεχνογνωσία. Εκ των προτέρων αποφάσεις του κράτους υπέρ της τάδε ή της δείνα τεχνολογικής λύσης, όχι μόνο στρεβλώνουν τον υγιή ανταγωνισμό αλλά αποτελούν κλασικά παραδείγματα γραφειοκρατικού παρεμβατισμού που οδηγούν σε ακριβότερες ή λιγότερο αποτελεσματικές λύσεις.

Ο συνδυασμός των δύο παραμέτρων οδηγεί σχεδόν με ακρίβεια στο νέο ρόλο που πρέπει να αναλάβει το κράτος κατά την υλοποίηση οποιασδήποτε αποτελεσματικής πολιτικής για τις νέες τεχνολογίες: Σαφής προσδιορισμός των ζητούμενων ψηφιακών υπηρεσιών σε όρους ποιότητας και κόστους, πλήρης διαφάνεια στις διαγωνιστικές διαδικασίες και αυστηρή τεχνολογική ουδετερότητα για να εξασφαλισθεί ο υγιής ανταγωνισμός. Συμπληρωματικά, και με δεδομένες τις παραπάνω αρχές, το κράτος όπου μπορεί οφείλει να εξασκεί το δικαίωμά του για καλύτερους όρους προμηθειών ή πρόσθετα οφέλη, χωρίς όμως να στρεβλώνει τον ανταγωνισμό.

Σε αυτό το πλαίσιο αρχών, η Ελληνική Κυβέρνηση συνήψε στις αρχές του έτους στρατηγική μη-δεσμευτική συμφωνία πλαίσιο με τη Microsoft, όπως άλλωστε και πολλές άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Η στρατηγική συμφωνία που υπέγραψε ο αρμόδιος Υπουργός για θέματα Ψηφιακής Στρατηγικής κ. Αλογοσκούφης, χωρίς να δημιουργεί δεσμεύσεις και οικονομικές επιβαρύνσεις για το ελληνικό δημόσιο, έχει στόχο να μεγιστοποιήσει τα οφέλη από τις προμήθειες λογισμικού. Με μια κρίσιμη διευκρίνιση: οι προμήθειες λογισμικού θα συνεχίσουν να γίνονται με ανοιχτούς διεθνείς διαγωνισμούς όπως μέχρι σήμερα, στη βάση της τεχνολογικής ουδετερότητας. Για τις περιπτώσεις όμως που υπάρξουν από τους διαγωνισμούς προμήθειες λογισμικού της Microsoft, τότε αυτές θα αξιοποιηθούν ώστε να υπάρξουν μια σειρά από πρόσθετα σημαντικά οφέλη για τους Έλληνες πολίτες, τις μικρο-μεσαίες επιχειρήσεις και το ελληνικό δημόσιο. Η Ελληνική Κυβέρνηση έσπευσε να δηλώσει ότι παρόμοιες στρατηγικές συμφωνίες, θα επιδιωχθεί να συναφθούν και με άλλες εταιρείες.

Κατόπιν αυτών των πρωτοβουλιών, θα ήταν εύλογο η αξιωματική αντιπολίτευση, η οποιαδήποτε αντιπολίτευση, να ζητήσει επίσπευση παρόμοιων συμφωνιών και με άλλες εταιρείες για την ταχύτερη τεχνολογική ανάπτυξη της χώρας. Παρ’ όλα αυτά, ακολουθώντας την τακτική της άρνησης, η αξιωματική αντιπολίτευση προέβη σε μια αντίδραση εξόχως αποκαλυπτική. Όχι τόσο για το περιεχόμενό της, όσο γιατί είναι μάλλον δηλωτική της πολιτικής της φιλοσοφίας.

Ανάμεσα σε αιτιάσεις περί «απευθείας συμφωνίας προμήθειας λογισμικού» και την αποσιώπηση των ωφελειών για τους έλληνες πολίτες και τις επιχειρήσεις, που κατά πάσα πιθανότητα οφείλονται σε άγνοια, βουλευτές της αξιωματικής αντιπολίτευσης έσπευσαν να πάρουν απροκάλυπτα θέση υπέρ της καθιέρωσης του ανοιχτού λογισμικού στα έργα πληροφορικής του ελληνικού δημοσίου, μέμφοντας την κυβέρνηση γιατί δεν πράττει κάτι τέτοιο!

Με απλά λόγια, οι βουλευτές της αξιωματικής αντιπολίτευσης αποφάσισαν εκ των προτέρων, πως το ανοιχτό λογισμικό υπερτερεί σε κάθε περίπτωση έναντι οποιασδήποτε εμπορικής εφαρμογής. Αποφάσισαν εκ των προτέρων, πως οι εμπορικές εφαρμογές θα έπρεπε στο εξής να αποκλείονται από τους διαγωνισμούς μπροστά στη νέα τεχνολογική «φιλοσοφική λίθο» του ανοιχτού λογισμικού. Αποφάσισαν εκ των προτέρων πως η συσσωρευμένη εμπειρία του κλάδου πληροφορικής σε πλήθος εμπορικών εφαρμογών, πρέπει να διαγραφεί με μια γραφειοκρατική μονοκοντυλιά. Αποφάσισαν εκ των προτέρων πως η τεχνολογική ουδετερότητα και η ισότιμη αντιμετώπιση εφαρμογών και επιχειρήσεων δεν έχει σημασία.

Αντί να προχωρήσουμε ως χώρα ένα βήμα μπροστά, καθιερώνοντας τις λειτουργικές αντί για τις τεχνικές προδιαγραφές έργων πληροφορικής και να αφήσουμε να αναδειχθεί η εγνωσμένη αξία κάθε εφαρμογής, εμπορικής ή ανοιχτής κατά περίπτωση, η αντιπολίτευση ζητά να γίνουν δύο βήματα πίσω: προς εκείνες τις εποχές που ο κρατικός παρεμβατισμός ήθελε να ρυθμίζει τα πάντα, νομίζοντας πως γνωρίζει τα πάντα!

Το δίλημμα «Microsoft ή Ανοιχτό Λογισμικό» όπως ετέθη στο πλαίσιο της πολιτικής αντιπαράθεσης, δεν αφορά τελικά σε τεχνολογίες αλλά σε πολιτικές προσεγγίσεις. Και για το λόγο, αυτό έχει δύο αναγνώσεις: Η αισιόδοξη ανάγνωση αποδίδει την απροκάλυπτη υποστήριξη υπέρ του ανοιχτού λογισμικού στη διάθεση για αντιπολίτευση με κάθε τρόπο, ακόμη και με λάθη. Η απαισιόδοξη ανάγνωση ωστόσο αποκαλύπτει πως οι νοσταλγοί του μεγάλου κράτους και οι θιασώτες του κρατικού παρεμβατισμού παραμένουν δυστυχώς ακόμη προσκολλημένοι στις απόψεις μιας άλλης εποχής, ακόμη και στον τομέα της τεχνολογίας.

Η τεχνολογία όμως αφορά στο μέλλον, όχι στο παρελθόν.......Και για το λόγο αυτό, η χώρα δεν μπορεί παρά να ακολουθήσει τον ασφαλή και μακροπρόθεσμα αποδοτικότερο δρόμο της «τεχνολογικής ουδετερότητας» στις επιλογές της.

Δευτέρα, Ιουλίου 10, 2006

Πληροφορική στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις: από τις πολιτικές επιδοτήσεων σε πολιτικές ουσίας

(δημοσιεύθηκε στο τεύχος 195 Ιουλίου-Σεπτεμβρίου 2006, του περιοδικού PLANT Management)

Είναι γεγονός ότι στη χώρα μας έννοιες όπως η ανταγωνιστικότητα, η υψηλή παραγωγικότητα, η προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων και η επιχειρηματικότητα μόλις τα τελευταία λίγα χρόνια κατόρθωσαν να ξεφύγουν από το «απαγορευμένο» λεξιλόγιο. Για ποικίλους πολιτικούς κυρίως λόγους, το επιχειρείν ταυτίστηκε τεχνηέντως με αρνητικές έννοιες όπως η «πλουτοκρατία», η «εξαπάτηση», η «εκμετάλλευση».

Για τους ίδιους λόγους, στη διάρκεια των τελευταίων 25 ετών δεν επελέγησαν πολιτικές που ευνοούν την ανάπτυξη μεγάλων και εύρωστων επιχειρήσεων. Κόντρα στις διεθνείς πρακτικές, υιοθετήθηκαν πολιτικές αλλά και ένα θεσμικό πλαίσιο που οδήγησε στην ανάπτυξη πολύ μεγάλου πλήθους, πολύ μικρών και κατά τεκμήριο αδύναμων επιχειρήσεων.

Αντί να φυτρώσουν μεγάλα και δυνατά δέντρα, προτιμήσαμε να φυτρώσουν χιλιάδες αδύναμα φύλλα. Ως αποτέλεσμα, ποσοστό μεγαλύτερο του 85% του συνολικού αριθμού επιχειρήσεων στη χώρα μας χαρακτηρίζονται ως μικρές ή πολύ μικρές, βάσει των Ευρωπαϊκών ορισμών.

Αρκετά σύντομα ωστόσο, στα μέσα περίπου της δεκαετίας του ’90, διαπιστώθηκε η εγγενής αδυναμία αυτού του ιδιότυπου αναπτυξιακού προτύπου. Οι πολύ μικρές επιχειρήσεις δεν θα μπορούσαν να αντεπεξέλθουν στις οικονομίες κλίμακας, στην κεφαλαιακή επάρκεια, στην τεχνολογική πρωτοπορία και στη δυνατότητα καινοτομίας των μεγαλύτερων εγχώριων ή διεθνών επιχειρήσεων. Ως εκ τούτου, θα είχαν δύο επιλογές: ή να εκσυγχρονισθούν για να γίνουν παραγωγικότερες και μεγαλύτερες ή να κλείσουν.

Στην απέλπιδα προσπάθεια της ενίσχυσης της παραγωγικότητας του μεγάλου πλήθους μικρών ελληνικών επιχειρήσεων, εισήλθε την ίδια περίπου εποχή στα μέσα του ’90, μια νέα ιδέα πολιτικής: οι επιδοτήσεις μέσω κοινοτικών πόρων για την απόκτηση τεχνολογικού εξοπλισμού πληροφορικής από τις επιχειρήσεις....


Ο σχεδιασμός του κράτους αντιλήφθηκε το πρόβλημα παραγωγικότητας και τεχνολογικής υστέρησης των ελληνικών επιχειρήσεων στη βάση τριών συνδυασμένων αντιλήψεων: Η πρώτη αντίληψη αντιμετώπισε την τεχνολογία ως ένα ακριβό αγαθό για τις μικρές επιχειρήσεις. Αυτή η αντίληψη βεβαίως δεν απείχε πολύ από την πραγματικότητα εκείνης της εποχής. Για το σκοπό αυτό, τα προγράμματα που σχεδιάσθηκαν εστιάσθηκαν στην παροχή οικονομικών κυρίως επιδοτήσεων και κινήτρων.

Η δεύτερη και περισσότερο καταστροφική αντίληψη, αντιμετώπισε τις μικρές επιχειρήσεις ως πανομοιότυπες. Για το λόγο αυτό, σχεδιάσθηκαν μαζικά μέτρα που τοποθετούσαν όλους τους ενδιαφερόμενους σε ένα ενιαίο «καλάθι» απόκτησης εξοπλισμού.

Η τρίτη αντίληψη και μάλλον χαρακτηριστική του κάθε θιασώτη του κρατικού παρεμβατισμού, θεώρησε πως το κράτος μπορεί να γνωρίζει καλύτερα από κάθε μικρό επιχειρηματία, από κάθε φορέα που παράγει ή διαθέτει τεχνολογία και εν τέλει καλύτερα από την ίδια την αγορά πληροφορικής, τι χρειάζεται σε τεχνολογικό επίπεδο μια μικρή επιχείρηση. Και αυτή η αντίληψη, οδήγησε στην «επιβολή» προκατασκευασμένων προηγμένων «τεχνολογικών συνταγών» που βρίσκονταν όμως μακριά από τις πραγματικές ανάγκες των επιχειρήσεων.

Τα αποτελέσματα του παραπάνω συνδυασμού αντιλήψεων είναι ήδη ορατά. Οι επιδοτήσεις χρησιμοποιήθηκαν δυστυχώς από αρκετές επιχειρήσεις όχι ως μέσο εκσυγχρονισμού, αλλά ίσως σε συνδυασμό με υπερτιμολογήσεις ως μέσο ενίσχυσης των χρηματοροών τους. Η επιδότηση για την απόκτηση τεχνολογίας ξέφυγε από την αρχική της διάσταση και απέκτησε αμιγώς χαρακτήρα οικονομικού βοηθήματος.

Χιλιάδες συστήματα διαχείρισης επιχειρησιακών πόρων (ERP) που ο σχεδιασμός του κράτους αντιλήφθηκε ως προηγμένα και συμπεριέλαβε στη «συνταγή», προτάθηκαν προς εγκατάσταση από επιχειρήσεις που ούτε καν γνώριζαν τι σημαίνουν, που ούτε καν αντιλήφθηκαν με τι οργανωτικές αλλαγές πρέπει να συνδυαστούν για να φέρουν αποτέλεσμα. Η λήψη αποφάσεων από το κράτος για το κατάλληλο επίπεδο εξοπλισμού χωρίς τη συμβολή της αγοράς πληροφορικής, οδήγησε στην εγκατάσταση «θεόρατων» πληροφοριακών συστημάτων στην πλάτη μικρών επιχειρήσεων. Δεν έχει σημασία αν οι επιχειρήσεις επιζητούσαν απλά και πρακτικά να αυτοματοποιήσουν ένα μικρό λογιστήριο, τη διαχείριση των πελατών τους, ή να φτιάξουν μια μικρή ηλεκτρονική βιτρίνα. Έπρεπε να επιλέξουν από τη συνταγή που επέβαλλε ERP, ηλεκτρονική αγορά (e-marketplace) ή ότι άλλο μεγαλεπήβολο και συναφές κυκλοφορούσε ως τεχνολογία της μόδας.

Πρέπει να επισημανθεί βεβαίως, ότι υπήρξαν επιχειρήσεις που επωφελήθηκαν από αυτές τις ευκαιρίες. Αυτές όμως οι επιχειρήσεις είχαν ήδη σχέδιο για την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών και είχαν ήδη μελετήσει με ποιο τρόπο εξυπηρετεί τα επιχειρηματικά τους συμφέροντα. Ευρισκόμενες χρονικά στο κατάλληλο σημείο, άδραξαν την ευκαιρία και πέτυχαν. Θα το πετύχαιναν όμως ούτως ή άλλως, έστω και με λίγο μεγαλύτερο κόστος.

Τι συνέβη όμως συνολικά;

Έως το 2005 μόλις το 10% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων (1-10 εργαζόμενοι) διέθετε ιστοσελίδα σύμφωνα με στοιχεία του Παρατηρητηρίου για την Κοινωνία της Πληροφορίας. Μόλις ένα 12% μπόρεσε να πραγματοποιήσει ολοκληρωμένες συναλλαγές με το δημόσιο ηλεκτρονικά, έναντι ποσοστού 81% στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις. Μόλις το 0,15% του κύκλου εργασιών των ελληνικών επιχειρήσεων προέρχεται από ηλεκτρονικές πωλήσεις, και μόλις το 1,3% των μικρών επιχειρήσεων έχει πραγματοποιήσει ηλεκτρονικές αγορές, παρά το ότι περισσότεροι από 500.000 Έλληνες ήδη πραγματοποιούν αγορές ή παραγγελίες μέσω Διαδικτύου (Internet).

Το ερώτημα παραμένει: Μπορούν οι μικρές επιχειρήσεις να γίνουν παραγωγικότερες αξιοποιώντας την τεχνολογία; Και με ποια πολιτική;

Η απάντηση είναι καταφατική. Μπορεί πράγματι να υπάρξει μια περισσότερο αποδοτική πολιτική για την αξιοποίηση της πληροφορικής στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, η οποία ωστόσο απαιτεί μια διαφορετική προσέγγιση.

Είναι απαραίτητη η σταδιακή μετάβαση από τη λογική των επιδοτήσεων για την απόκτηση τεχνολογίας που ίσχυε έως πρόσφατα, στη δημιουργία νέου τύπου κινήτρων ώστε οι επιχειρήσεις να υιοθετήσουν την πληροφορική και τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες. Τα νέα αυτά κίνητρα οφείλουν να έχουν τη μορφή παρεμβάσεων μέσω της τεχνολογίας που θα διευκολύνουν τις ελληνικές επιχειρήσεις στην καθημερινή τους δραστηριότητα και άρα θα την καταστήσουν απαραίτητο σύμμαχο.

Για παράδειγμα, αποτελεί ισχυρό κίνητρο για μια μικρή επιχείρηση να υιοθετήσει την τεχνολογία και το ευρυζωνικό Διαδίκτυο προκειμένου να πραγματοποιεί τις συναλλαγές της ηλεκτρονικά εξοικονομώντας πολύτιμο χρόνο. Είναι ισχυρό κίνητρο για μια επιχείρηση να παρακολουθεί με ηλεκτρονικό τρόπο από τα τοπικά επιμελητήρια τις τάσεις που επικρατούν στον κλάδο της. Είναι ισχυρό κίνητρο η δυνατότητα ηλεκτρονικής ενημέρωσης για εναλλακτικές χρηματοδοτικές δυνατότητες μέσω των τραπεζών. Είναι ισχυρό κίνητρο η δυνατότητα εύκολης ηλεκτρονικής πώλησης προϊόντων οπουδήποτε στον κόσμο. Και βεβαίως τα συγκεκριμένα ενδεικτικά παραδείγματα αποτελούν πρακτικά οφέλη και πολύ ισχυρότερο κίνητρο για την απόκτηση τεχνολογίας από οποιαδήποτε πρόσκαιρη επιδότηση.

Στο ίδιο πλαίσιο και επιπρόσθετα των παραπάνω, οποιαδήποτε πολιτική για τις νέες τεχνολογίες οφείλει να ταχθεί στο στόχο της ενίσχυσης των επιχειρήσεων και της επιχειρηματικότητας με δύο διακριτούς αλλά συμπληρωματικούς τρόπους: Πρώτον, μέσω της ανάδειξης όλων των παραμέτρων που σχετίζονται με την επιχειρηματικότητα σε όλα τα στάδια της εκπαίδευσης και της μόρφωσης. Δεύτερον, μέσω της ενίσχυσης της δημιουργίας νέων επιχειρήσεων ιδιαίτερα στον τομέα της πληροφορικής και των επικοινωνιών, αξιοποιώντας σύγχρονες μορφές χρηματοδότησης (κεφάλαια επιχειρηματικού κινδύνου – venture capital κλπ.)

Και βεβαίως κάθε πολιτική για την περαιτέρω αξιοποίηση της πληροφορικής από τις μικρές επιχειρήσεις, πρέπει να βασισθεί σε μια νέα αντίληψη για το ρόλο των επιχειρήσεων: η κάθε επιχείρηση, μικρή ή μεγάλη, πρέπει να αντιμετωπισθεί ως ξεχωριστή με διαφορετικές ανάγκες και ως κύριο συστατικό στοιχείο για την οικονομική ανάπτυξη και την παραγωγή πλούτου για τη χώρα. Και η τεχνολογία πρέπει να τις προσφερθεί ως εργαλείο και ευκαιρία, και πάντως όχι ως επιβαλλόμενος αυτοσκοπός.

Η Ψηφιακή Στρατηγική 2006-2013 της χώρας ακολουθεί σε σημαντικό βαθμό αυτή τη νέα προσέγγιση, και προτείνει την αξιοποίηση της τεχνολογίας για τη βελτίωση της παραγωγικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων, προτείνοντας:
α. δράσεις για την προώθηση της χρήσης των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών στις επιχειρήσεις, παρόμοιες με αυτές που ήδη αναφέρθηκαν,
β. δράσεις για την αναδιοργάνωση του δημόσιου τομέα και την παροχή ψηφιακών υπηρεσιών εξυπηρέτησης του επιχειρηματικού ιστού της χώρας,
γ. δράσεις για την ενίσχυση της συμβολής του κλάδου νέων τεχνολογιών στο ΑΕΠ της χώρας, και
δ. δράσεις για την προώθηση της επιχειρηματικότητας σε τομείς που αξιοποιούν τις τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών.

Είναι καιρός να διαπιστώσουμε ότι η διαρθρωτική αδυναμία του μεγάλου πλήθους μικρών επιχειρήσεων ακόμη και αν δεν μπορεί να αντιστραφεί, μπορεί να αμβλυνθεί.

Οι τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών είναι σε θέση να μειώσουν τα γραφειοκρατικά εμπόδια και τις καθημερινές δυσκολίες των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και μπορούν να τους προσφέρουν περισσότερες ευκαιρίες στην επιχειρηματική γνώση, στην πληροφόρηση και κυρίως έκθεση σε μεγαλύτερες διεθνείς αγορές που ξεπερνούν τα στενά όρια της γειτονιάς ή της πόλης. Με άλλα λόγια, οι τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών μπορούν να διορθώσουν μέρος αυτής της διαρθρωτικής αδυναμίας της οικονομίας.

Για να αναδειχθεί ωστόσο η αξία των νέων τεχνολογιών είναι απαραίτητο να τις αντιμετωπίσουμε όχι μέσα από τα μυωπικά γυαλιά των επιδοτήσεων ή των μαζικών ομογενοποιημένων προγραμμάτων, αλλά μέσα από την επιχειρηματική οπτική που αναζητεί τα καθημερινά οφέλη από τη χρήση τους. Από αυτήν την πρακτική πλευρά της τεχνολογίας πρέπει να ξεκινήσουμε.... και σε αυτή την προσέγγιση, ας επικεντρωθούμε επιτέλους στην αξία της τεχνολογίας και όχι στο κόστος της.

Κυριακή, Ιουνίου 04, 2006

Προς την Ψηφιακή Σύγκλιση

(Συνέντευξη στο περιοδικό netweek με την ιδιότητά μου ως μέλος του ΔΣ του Παρατηρητηρίου για την Κοινωνία της Πληροφορίας, τεύχος 08.05.2006)

netweek: Ποιος είναι ο ρόλος του Παρατηρητηρίου για την Κοινωνία της Πληροφορίας;

ΓΛ: Ο ρόλος του Παρατηρητηρίου είναι σαφής. Μετράει την επίπτωση των τεχνολογιών στους Έλληνες πολίτες και στις Ελληνικές επιχειρήσεις και πραγματοποιεί προτάσεις για την καλύτερη αξιοποίησή τους. Δεν μετράει τα λογιστικά αποτελέσματα του Προγράμματος «Κοινωνία της Πληροφορίας», δεν μετράει απορροφήσεις πόρων. Μετράει όμως πόσο και ποιες δράσεις έχουν θετική επίπτωση και κυρίως τι λείπει από την Ελλάδα σε σχέση με τις τεχνολογίες. Με άλλα λόγια, το Παρατηρητήριο βλέπει τις τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών από την οπτική του πολίτη και της επιχείρησης. Αυτό άλλωστε πρέπει να ενδιαφέρει τελικά.


nw: Ποιοι είναι οι δείκτες μέτρησης που χρησιμοποιεί το Παρατηρητήριο για την αποδοχή των ΤΠΕ;

ΓΛ: Οι νέες τεχνολογίες δεν είναι αυτοσκοπός. Είναι εργαλεία που βελτιώνουν την καθημερινότητα πολιτών και επιχειρήσεων. Για το λόγο αυτό δίνουμε πολύ μεγάλη σημασία στις τεχνολογίες, μετρώντας τα οφέλη τους όχι μόνο με τεχνολογικούς δείκτες, αλλά και με δείκτες «ανθρώπινους», καθημερινούς. Μας ενδιαφέρει προφανώς να μετρήσουμε πόσοι υπολογιστές υπάρχουν στα σχολεία, μας ενδιαφέρει όμως πολύ περισσότερο να μετρήσουμε πόσο αποδοτικότεροι γίνονται οι μαθητές αξιοποιώντας το Internet για να βοηθηθούν στις εργασίες τους. Μας ενδιαφέρει να δούμε πόσοι υπολογιστές υπάρχουν στις επιχειρήσεις στην Ελλάδα, αλλά μας ενδιαφέρει πολύ περισσότερο να προτείνουμε τρόπους για να πετύχουν οι επιχειρήσεις μεγαλύτερους κύκλους εργασιών αξιοποιώντας την τεχνολογία. Το Παρατηρητήριο παρουσιάζει κάθε έτος ένα ολοκληρωμένο σύστημα δεικτών σε αυτή την κατεύθυνση.


nw: Ποια είναι η αποδοχή και η υιοθέτηση των ΤΠΕ;

ΓΛ: Το πεδίο των τεχνολογιών είναι πολύ ευρύ. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για πολλούς δείκτες και για πολλούς τομείς. Αυτό που μπορούμε να πούμε σε γενικές γραμμές είναι ότι η μέχρι στιγμής αποδοχή των τεχνολογιών πληροφορικής από τους πολίτες είναι σχετικά χαμηλή. Ωστόσο, αυτό δείχνει να αλλάζει με ικανοποιητικούς ρυθμούς.

Από την πλευρά των επιχειρήσεων, ένα μεγάλο ποσοστό χρησιμοποιεί τακτικά το Διαδίκτυο και πραγματοποιεί συναλλαγές ηλεκτρονικά. Πάνω από 92% των επιχειρήσεων με περισσότερα από 10 άτομα προσωπικό συναλλάσσεται σήμερα ηλεκτρονικά με το δημόσιο. Στις μικρότερες επιχειρήσεις τα ποσοστά είναι δυστυχώς πιο χαμηλά.

Μόλις ένα 27% των επιχειρήσεων με λιγότερα από 10 άτομα προσωπικό, αξιοποιεί το Διαδίκτυο. Εκεί πρέπει να εστιάσουμε, για να μελετήσουμε καλά παραδείγματα άλλων χωρών και να ενισχύσουμε τη χρήση της τεχνολογίας, όχι ως αυτοσκοπό, αλλά επειδή θα έχει τελικά όφελος για την κάθε μικρή επιχείρηση.

nw: Σύμφωνα με την τελευταία μέτρηση του δείκτη NRI του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ η Ελλάδα έπεσε κάποιες θέσεις. Ποιες είναι οι προτάσεις του Παρατηρητηρίου για την προώθηση της ανταγωνιστικότητας της χώρας σε σχέση πάντα με τις ΤΠΕ;

ΓΛ: Η μέτρηση της Άνοιξης του 2005 μας βρίσκει στην 43η θέση, η αντίστοιχη του 2004 μας είχε βρει στην 42η, ενώ την άνοιξη του 2003 η χώρα κατείχε την 34η θέση. Προκύπτουν πολλά συμπεράσματα από την κατάταξη της χώρας. Κυρίως όμως μπορούμε να δούμε τι έκαναν και πέτυχαν άλλες χώρες που βελτίωσαν δραστικά τη θέση τους στην παγκόσμια κατάταξη.

Χώρες που βελτίωσαν τη θέση τους, όπως η Ιταλία και η Πορτογαλία, βελτίωσαν το θεσμικό πλαίσιο που αφορά στις τεχνολογίες της Πληροφορικής και ενίσχυσαν σημαντικά τον ανταγωνισμό στους τομείς αυτούς και ιδιαίτερα στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες. Άλλες χώρες, όπως η Φινλανδία, η Ισπανία και το Ισραήλ, ανέβηκαν στην κατάταξη μέσα από τη βελτίωση της ποιότητας του εκπαιδευτικού τους συστήματος μέσω ΤΠΕ, αλλά και λόγω της διαθεσιμότητας κεφαλαίων για την ανάπτυξη επιχειρηματικής δραστηριότητας.

Το πιο βασικό όμως συμπέρασμα που προκύπτει από τη μελέτη του NRI είναι ότι ιδιαιτέρως θετικά αποτελέσματα έχουν όσες χώρες αξιοποιούν τις τεχνολογίες δυναμικά, ως βασικό εργαλείο μεταρρυθμίσεων σε όλο το εύρος της οικονομίας και της κοινωνίας. Πετυχαίνουν καλύτερα αποτελέσματα όσες χώρες τοποθετούν τις νέες τεχνολογίες στο DNA της ανάπτυξής τους και δεν τις αντιμετωπίζουν αποσπασματικά. Οι προτάσεις του Παρατηρητηρίου βασίζονται στα παραπάνω συμπεράσματα.

Η χώρα καλείται να δώσει έμφαση στο θεσμικό πλαίσιο που αφορά στις τεχνολογίες, προκειμένου να ευνοήσει τον ανταγωνισμό, να βελτιώσει το εκπαιδευτικό σύστημα αξιοποιώντας τις ΤΠΕ, αλλά και να βελτιώσει τη διαθεσιμότητα κεφαλαίων για την ανάπτυξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας, μειώνοντας τα εμπόδια στην επιχειρηματικότητα. Αυτές είναι γενικές όμως κατευθύνσεις. Έχουμε συγκεκριμένες προτάσεις που εξειδικεύουν τα παραπάνω. Όλα αυτά όμως πρέπει να γίνουν αντιμετωπίζοντας τις τεχνολογίες ως εργαλείο μεταρρύθμισης που θα συνοδεύει κάθε πολιτική της χώρας, και πάντως όχι αποσπασματικά.

nw: Πότε εκτιμάτε ότι θα μειωθεί το ψηφιακό χάσμα με τις χώρες της Ευρώπης;

ΓΛ: Υπάρχει μια νέα Ψηφιακή Στρατηγική που τοποθετεί την τεχνολογία πιο κοντά στους πολίτες και τις επιχειρήσεις, με ορόσημο το 2013. Έως τότε μπορούν να γίνουν σημαντικά βήματα προς την ψηφιακή σύγκλιση. Για να καλύψουμε όμως το χάσμα πρέπει άμεσα να αλλάξουμε πορεία, να αλλάξουμε νοοτροπία απέναντι στις νέες τεχνολογίες. Αν αλλάξουμε τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε την πληροφορική και την ευρυζωνικότητα, τότε μόνο θα πετύχουμε την ψηφιακή σύγκλιση.

Η σύγκλιση δεν ενδιαφέρει ως δείκτης ή ως αριθμός. Πίσω από καλύτερους δείκτες αξιοποίησης της τεχνολογίας, βρίσκονται πολίτες που εξυπηρετούνται καλύτερα, γρηγορότερα, και έχουν περισσότερες ευκαιρίες μέσω της τεχνολογίας. Και πίσω από τους δείκτες της ευρυζωνικότητας και του Internet βρίσκονται ελληνικές επιχειρήσεις που πωλούν περισσότερα προϊόντα και υπηρεσίες σε όλο τον κόσμο. Πρέπει σε κάθε αναπτυξιακή πολιτική, να σκεφθούμε την τεχνολογία σαν εργαλείο.

Δεν γνωρίζω αν τελικά θα πετύχουμε την ψηφιακή σύγκλιση σε 5, σε 8 ή σε 10 χρόνια. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει. Πρέπει όμως επιτέλους να ξεκινήσουμε, ακολουθώντας αυτή τη φορά μια διαφορετική, περισσότερο αποτελεσματική προσέγγιση.

Σάββατο, Μαΐου 27, 2006

Φέρνουν τα “blogs” τομές στην πολιτική;

(δημοσιεύθηκε στο Economist/ Καθημερινή της 27.05.2006)

Το Δεκέμβριο του 2002 ο πολιτικός Trent Lott παραιτείται από ηγετική θέση της Γερουσίας των ΗΠΑ, εξαιτίας προσβλητικών απόψεων που εξέφρασε σε εκδήλωση λίγες ημέρες πριν. Το σκάνδαλο έφεραν στην επιφάνεια πολίτες που συμμετείχαν σε ιστολόγια (blogs). Τα παραδοσιακά ΜΜΕ δεν αντιλήφθηκαν το γεγονός.

Το 2004 αναρτώνται σε ιστολόγιο οι πρώτες φωτογραφίες νεκρών Αμερικανών στρατιωτών που επέστρεψαν από το Ιράκ. Οι φωτογραφίες έγιναν την επομένη, θέμα στα πρωτοσέλιδα όλου του κόσμου.

To CBS ζήτησε συγγνώμη για ψευδές ρεπορτάζ της εκπομπής «60 λεπτά», που αναφερόταν στη θητεία του Αμερικανού προέδρου. Tα έγγραφα που αποκάλυψαν τα ψεύδη, αναρτήθηκαν σε ιστολόγιο λίγα μόλις λεπτά μετά την εκπομπή.

Δύο ημέρες μετά το τσουνάμι βρήκα τα πιο τρομακτικά και χωρίς περικοπές βίντεο της τραγωδίας, σε ιστολόγιο κάποιου Άγγλου τουρίστα. Οι ίδιες εικόνες έγιναν θέμα στα ελληνικά κανάλια, τουλάχιστον ένα μήνα μετά.

O Νικολά Σαρκοζύ θέτει χωρίς φόβο τις απόψεις του σε διάλογο και αναμεταδίδει τις τηλεοπτικές συζητήσεις του, στο προσωπικό του ιστολόγιο.

Το 2006 στη Γερμανία, πολιτική καμπάνια με κεντρικό σύνθημα «εσύ είσαι η Γερμανία» αποσύρθηκε μετ’απολογίας, δημιουργώντας τεράστιο πολιτικό θέμα. Αιτία, οι Γερμανοί bloggers που ανακάλυψαν τις ομοιότητες με παρόμοιο σύνθημα του Χίτλερ, αναρτώντας ως απόδειξη φωτογραφίες από συνέδριο των Ναζί του 1935.

Τα ιστολόγια φέρνουν ήδη τις πρώτες ανατροπές στην πολιτική. Από που όμως αντλούν τη δύναμή τους;

Τα ιστολόγια αποτελούν «ηλεκτρονικά ημερολόγια» καταγραφής απόψεων, ιδεών, κουτσομπολιού ή ο,τιδήποτε άλλο επιθυμήσει ο καθένας, που αναρτώνται στο Internet. Οποιοσδήποτε μπορεί να δημιουργήσει δωρεάν και σε λιγότερο από δέκα λεπτά το προσωπικό του ιστολόγιο. Η δύναμή τους όμως δεν βασίζεται τόσο στο περιεχόμενο, το οποίο συχνά ελέγχεται ως προς την αντικειμενικότητα. Ούτε βεβαίως εντοπίζεται στο μεγάλο πλήθος του αναγνωστικού τους κοινού. Ένα ιστολόγιο μπορεί να διαβάζεται από μερικές χιλιάδες ανθρώπους, ή ... και από μόνο 2-3 φίλους και συγγενείς!

Το πρώτο συστατικό της δύναμης των ιστολογίων είναι η ελευθερία του λόγου, που απελευθερώνει την ατομική έκφραση και επιτρέπει την κριτική σκέψη. Καθένας μπορεί να σχολιάσει ό,τι του κεντρίζει το ενδιαφέρον. Παράλληλα όμως, οποιοσδήποτε αναγνώστης έχει τη δυνατότητα να συμπληρώσει την αρχική άποψη του συγγραφέα με δικά του σχόλια, να επικρίνει, να διαφωνήσει και να προσθέσει σημεία, χωρίς περιορισμούς. Άρα η διαφορά από τα μονόδρομα μέσα, όπως οι εφημερίδες και πολύ περισσότερο η τηλεόραση, είναι θεμελιώδης.

Σε αντίθεση με τα παραδοσιακά ΜΜΕ, ο κάθε πολίτης απελευθερώνει τη δύναμη της διαφορετικότητάς του και μετατρέπεται από παθητικό δέκτη σε διαμορφωτή της είδησης και της άποψης.

Αυτό είναι η πρώτη σημαντική τομή που φέρνουν τα ιστολόγια στην πολιτική. Μέσα από τα ιστολόγια, ο πολίτης καταργεί πρακτικές του τύπου «διάβαζε-διέδιδε άκριτα την κεντρική κομματική γραμμή». Η πολιτική είδηση που μεταδίδεται από τα ΜΜΕ δεν αποτελεί την μόνη αλήθεια. Τα πάντα τίθενται σε αμφισβήτηση και ο απελευθερωμένος πολίτης έχει τη δυνατότητα να δώσει τη δική του απεγκλωβισμένη οπτική, στο δικό του μικρό ή μεγάλο κοινό. Και βεβαίως να μετρήσει τους λίγους ή πολλούς υποστηρικτές της άποψής του. Αυτό όμως που αναδεικνύεται ως σημαντικότερο, είναι η διαφορετικότητα, η ιδιαίτερη αξία και η δύναμη της άποψης του κάθε ξεχωριστού ατόμου σε πείσμα όσων επιμένουν να τον αντιμετωπίζουν ως «μάζα», να τον τοποθετούν σε αγέλες ή σε «κοινωνικές ομάδες» του μέσου όρου.

Το δεύτερο συστατικό της δύναμης των ιστολογίων είναι η δυνατότητα να διασυνδέονται μεταξύ τους. Κάθε άποψη που εκφέρεται, κάθε αντίλογος ή στοιχείο που παρατίθεται, συνοδεύεται από συνδέσμους προς την πηγή των δεδομένων ή προς την αρχική θέση. Αυτή η δομή επιτρέπει τόσο τη γρήγορη επαλήθευση ισχυρισμών, όσο και τη δημιουργία ενός εξαιρετικά σύνθετου αλλά και αποτελεσματικού ιστού απόψεων. Το χαρακτηριστικό της διασύνδεσης, επηρεάζει όλο και περισσότερο τις έγκριτες εφημερίδες ιδιαίτερα στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, που πολύ τακτικά πλέον κάνουν αναφορές σε ειδήσεις ή σχόλια που αλιεύονται στα ιστολόγια.

Το στοιχείο της διασύνδεσης αποτελεί τη δεύτερη σημαντική τομή που φέρνουν τα ιστολόγια στην πολιτική. Οι πολιτικές απόψεις δεν ακολουθούν μια αυστηρή ιεραρχία επεξεργασίας. Μέσα από τη διαφωνία, τη συμπλήρωση και κυρίως τη μετακίνηση από ιστολόγιο σε ιστολόγιο αξιοποιώντας τους ηλεκτρονικούς συνδέσμους, οι απόψεις αλλά και οι ειδήσεις εκτίθενται ευρέως, σχολιάζονται, απορρίπτονται και ωριμάζουν πολύ πιο γρήγορα συγκριτικά με τις παραδοσιακές κομματικές δομές ή τα ΜΜΕ.

Ήδη, στα ελληνικά ιστολόγια συναντά κανείς τις πιο ώριμες πολιτικές συζητήσεις για καθημερινά ζητήματα, με πολύ υψηλή και δημιουργική συμμετοχή. Από τις πιο ολοκληρωμένες και καλά δομημένες φιλελεύθερες απόψεις στο ιστολόγιο e-rooster, μέχρι απόψεις και αντίλογο για θέματα του κοινωνικού κράτους στο ιστολόγιο του Μίμη Ανδρουλάκη, συγκροτημένες προτάσεις για τη συνταγματική αναθεώρηση, αλλά και τα ιστολόγια πολλών ανώνυμων και επώνυμων ελλήνων bloggers.

Συγκρινόμενα με άλλες μορφές συμμετοχής στα κοινά, όπως κόμματα, μη-κυβερνητικές οργανώσεις κλπ. τα ιστολόγια στην Ελλάδα έχουν μέχρι στιγμής μικρή επιρροή. Ωστόσο, ο ρυθμός εξέλιξής τους ακολουθεί τη διεθνή τάση. Στις ΗΠΑ το 1999 ο αριθμός των blogs ήταν σχεδόν πενήντα, το 2003 υπολογίζονταν σε 3 εκατομμύρια και σήμερα ξεπερνούν τα 15 εκατομμύρια! Στην Ελλάδα, εκτιμάται ότι μόλις το 1% των ελλήνων χρηστών Internet διατηρούν δικό τους ιστολόγιο. Οι αναγνώστες τους όμως αγγίζουν ήδη τις μερικές χιλιάδες και αυξάνονται με υψηλούς ρυθμούς καθημερινά...

Σε κάθε περίπτωση, τα ελληνικά ιστολόγια φέρουν αυτή τη στιγμή εξαιρετικά τεκμηριωμένες απόψεις, σχολιάζουν με μεγάλη συμμετοχή και ωριμότητα τα καθημερινά δρώμενα και μεταφέρουν στην ελληνική πολιτική σκηνή ένα διαφορετικό, απελευθερωμένο τρόπο σκέψης βασισμένο στη δύναμη της «μαχόμενης ατομικότητας».

Αν τα συμβατικά μέσα μαζικής ενημέρωσης δεν μπορούν να απευθυνθούν στις ουσιαστικές ανησυχίες των πολιτών και περιορίζονται στα επιδερμικά και στα πρόσκαιρα, τα ελληνικά ιστολόγια προσφέρουν ήδη πολλούς λόγους για να θεωρήσει κανείς ότι «είμαστε ακόμα ζωντανοί...».

Οι τομές στην ελληνική πολιτική σκηνή μόλις άρχισαν...

Σάββατο, Μαΐου 06, 2006

Τι είπαν οι «υποκλοπές» για τη σχέση μας με την τεχνολογία

(Δημοσιεύθηκε στο Popular Science/ Καθημερινή στις 06.05.2006)

Το πρόσφατο ζήτημα των υποκλοπών, εκτός από ο,τιδήποτε άλλο, ανέδειξε έντονα την προβληματική σχέση της Ελλάδας με τις νέες τεχνολογίες.

Η αποκωδικοποίηση κάθε συζήτησης, οδηγούσε μονότονα στο ίδιο συμπέρασμα: η Ελλάδα δεν έχει ακόμη κατορθώσει να τοποθετήσει την τεχνολογία στο DNA της.

Η χώρα αντιμετωπίζει την πληροφορική και τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες φοβικά. Η κινητή τηλεφωνία εξαιρείται κυρίως λόγω της πολυετούς εξοικείωσης με τις συσκευές τηλεφώνου και την απλότητα χρήσης τους. Παρ’όλα αυτά, ηλεκτρονικοί υπολογιστές και ιδιαιτέρως το Internet αποτελούν «ξένο σώμα» στην καθημερινότητα των πολιτών. Σήμερα, μόλις ένα 18% των Ελληνικών νοικοκυριών χρησιμοποιεί συχνά το Internet έναντι 44% στην Ευρώπη των 25. Το αντίστοιχο ποσοστό για το γρήγορο («ευρυζωνικό») Internet είναι...1,5%!

Δύο βασικές αιτίες οδήγησαν σε αυτή τη μακροχρόνια προβληματική σχέση.

Η πρώτη αφορά στην προσπάθεια επιτήδειων που αναλαμβάνουν ρόλο «λαϊκού προστάτη», να συνδέουν συστηματικά την τεχνολογία με φοβίες, παραπληροφόρηση και συνομωσίες. Η βαθιά συντηρητική στάση έναντι ο,τιδήποτε καινούργιου, τους προκαλεί αδυναμία διαχωρισμού κακής από καλή χρήση. Στην πραγματικότητα δεν χτυπούν την τεχνολογία, αλλά τις αλλαγές που φέρνει. Αν κατ’ αναλογία συζητούσαμε για τον ηλεκτρισμό τη δεκαετία του ‘20, σίγουρα οι ίδιοι «λαϊκοί προστάτες» θα τον είχαν αποκηρύξει λόγω κάποιας μοιραίας ηλεκτροπληξίας!

Η δεύτερη αιτία, σχετίζεται με το τρόπο που αξιοποιήθηκε η τεχνολογία στη χώρα. Από το 1994 και για μια δεκαετία, η πολιτική για την πληροφορική σχεδιάσθηκε από θιασώτες της μεγάλης μηχανής του κράτους. Βασίσθηκε σε ένα νέο ιδεολογικό μανδύα για το ρόλο των τεχνολογιών, που υπέκρυπτε τεχνηέντως τη βαθιά πολιτική πεποίθηση πώς τίποτα στο κράτος δεν έπρεπε να αλλάξει. Όλα θα τα έλυνε η τεχνολογία αυτόματα, αρκεί να υπήρχαν οι πόροι. Και θα αρκούσε βεβαίως ένα «άθροισμα» έργων πληροφορικής. Όμως, τα περισσότερα από τα 3,5 δισ. ευρώ εθνικών και κοινοτικών πόρων που εισέρευσαν από το 1994 για τις νέες τεχνολογίες, απέδειξαν πώς το πρόβλημα δεν είναι η έλλειψη πόρων!

Κανείς δεν είπε στους πολίτες καθαρά ότι η τεχνολογία από μόνη της δεν αρκεί. Οι διεθνείς μελέτες δείχνουν ότι στην υιοθέτηση νέων τεχνολογιών, το 80% των ωφελειών προέρχεται από τις αναδιοργανώσεις που προηγούνται και το 20% από υψηλότερη παραγωγικότητα που φέρνει η πληροφορική. Παρ’ όλα αυτά, στην Ελλάδα η τεχνολογία ήρθε απλά...για να μην διαταράξει τις λειτουργίες του κράτους.

Το αποτέλεσμα;

Έως το 2004, ο ρόλος της τεχνολογίας στην παιδεία μεταφράστηκε σε εργαστήρια υπολογιστών, αποκομμένων από την τάξη. Η πληροφορική έγινε «μάθημα επιλογής», μακριά από τα χέρια των μαθητών στην καθημερινή αναζήτηση γνώσης και πληροφοριών για όλα τα μαθήματά τους. Το κράτος έκανε το «τεχνολογικό χρέος» του, αλλά τίποτα δεν άλλαξε ουσιαστικά για τους μαθητές.

Η εξυπηρέτηση πολιτών και επιχειρήσεων μεταφράστηκε σε όπως-όπως «μηχανοργάνωση» του δημοσίου για το δημόσιο. Αναποτελεσματικές δομές μεταφέρθηκαν σε ηλεκτρονικές πλατφόρμες. Οι ξύλινες σφραγίδες έπρεπε να γίνουν ηλεκτρονικές. Σχεδιάστηκαν εσωστρεφώς δεκάδες «ολοκληρωμένα πληροφοριακά συστήματα» χρήσιμα εσωτερικά στις δημόσιες υπηρεσίες, χωρίς όμως ψηφιακές υπηρεσίες με άμεσα οφέλη για τους πολίτες.

Τα δε βραδυπορούντα αντανακλαστικά του κεντρικού σχεδιασμού δεν πρόλαβαν καν να αντιληφθούν τις ταχύτατες εξελίξεις στο Internet και την ευρυζωνικότητα.

Αυτή η προσέγγιση στέρησε από όλους μας πόρους και δυνατότητες. Οδήγησε όμως και στην απαξίωση της τεχνολογίας, πριν καλά-καλά αυτή αποκτήσει αξία! Αναμενόμενη λοιπόν η στρεβλή μας σχέση....

Ωστόσο η κατάσταση αντιστρέφεται. Αντιστρέφεται, αν αντιμετωπίσουμε την τεχνολογία ως βασικό μεταρρυθμιστικό εργαλείο σε ευρεία κλίμακα, σε συνδυασμό με ισχυρή θέληση για αλλαγές για τη βελτίωση της παραγωγικότητας και την ποιότητα της ζωής των πολιτών.

Αντιστρέφεται αν οι στόχοι από την τεχνολογία είναι για πολίτες και όχι για τεχνικούς. Να μετρούμε υπολογιστές στα σχολεία, αλλά κυρίως να μετρούμε πόσο βελτιώθηκαν οι μαθητές χρησιμοποιώντας τους. Να μετρούμε διαθέσιμες ψηφιακές υπηρεσίες, αλλά κυρίως να μετρούμε πόσο χρόνο εξοικονόμησαν οι πολίτες.

Να εγκαταστήσουμε συστήματα στο δημόσιο, λαμβάνοντας υπόψη ότι πολίτες και επιχειρήσεις ίσως δεν θέλουν ένα «έξυπνο» ή ένα «ηλεκτρονικό» κράτος. Μπορεί απλά να επιθυμούν...λιγότερο και απλούστερο κράτος.

Αυτή η διαφορετική προσέγγιση διαπνέει τη νέα Ψηφιακή Στρατηγική της χώρας για την περίοδο 2006-2013. Το ερώτημα βεβαίως παραμένει. Μπορούμε με αυτόν τον τρόπο να τοποθετήσουμε σύντομα την τεχνολογία στο DNA της Ελλάδας;

Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει με βεβαιότητα. Αξίζει όμως να προσπαθήσουμε αυτή τη φορά σωστά...

Αλλιώς ας αποκηρύξουμε την τεχνολογία ως βασικά επικίνδυνη. Και ας ετοιμαστούμε κατόπιν να ξανασυζητήσουμε για τους μεγάλους κινδύνους του ηλεκτρισμού....

Σάββατο, Απριλίου 29, 2006

Ευρυζωνικότητα και...δημοτικές εκλογές

(δημοσιεύθηκε στο Economist/ Καθημερινή της 29.04.2006)

Για τους περισσότερους πολίτες και ιδιαίτερα στην Ελληνική περιφέρεια, η ευρυζωνικότητα (το γρήγορο Internet) αποτελεί δυστυχώς ακόμη άγνωστη λέξη ή στην καλύτερη περίπτωση δυσνόητη έννοια. Υπό αυτές τις συνθήκες, κάθε προσπάθεια σύνδεσης της ευρυζωνικότητας με τις δικές μας....δημοτικές εκλογές, είναι εύλογο να μοιάζει με αστείο!

Είναι όμως έτσι; Αυτό που στη χώρα μας ηχεί σαν παράδοξο, στους δήμους της Ευρώπης και των ΗΠΑ αποτελεί πολύ σημαντική συνιστώσα για την περιφερειακή ανάπτυξη.


Αξιοποιώντας το γρήγορο Internet, κάτοικοι των πιο απομακρυσμένων πόλεων της γηραιάς ηπείρου απολαμβάνουν ίσες ευκαιρίες και δυνατότητες με αυτούς των μεγάλων αστικών κέντρων. Οι δυνατότητες πρόσβασης των πολιτών σε ισότιμη ενημέρωση και πληροφορία, σε πλούσια ψυχαγωγία, σε άμεση επικοινωνία, σε δυνατότητα συναλλαγών με το κράτος μέσω ευρυζωνικών υπηρεσιών, ξεπερνούν οποιονδήποτε γεωγραφικό περιορισμό. Ακόμη και οι μικρότερες επιχειρήσεις της υπαίθρου εκθέτουν και πωλούν τα προϊόντα τους στις διεθνείς αγορές, μέσω του γρήγορου Internet με πρακτικά μηδενικό κόστος.

Για παράδειγμα, σε πρόσφατη επίσκεψη στην μικρή πόλη Almere της Ολλανδίας που απέχει 45 χιλιόμετρα από το Άμστερνταμ, η δήμαρχος εξηγούσε στην Ευρωπαϊκή μας αποστολή ότι η πόλη αντιμετώπισε σημαντικά προβλήματα ανάπτυξης έως το 2001. Για να αντιστρέψει την κατάσταση, ο δήμος αποφάσισε ότι η ευρυζωνικότητα έπρεπε να αποτελέσει μέρος του αναπτυξιακού DNA της πόλης. Προσελκύσθηκαν επενδύσεις σε ευρυζωνικές υποδομές, ενώ χιλιάδες νοικοκυριά και περισσότερες από 500 επιχειρήσεις διασυνδέθηκαν ευρυζωνικά και απήλαυσαν νέες ευρυζωνικές υπηρεσίες. Σήμερα, ο δήμος της Almere υπερηφανεύεται για την εγκατάσταση δεκάδων διεθνών επιχειρήσεων, οι οποίες αξιοποίησαν τις χαμηλότερες τιμές γης χωρίς όμως να στερηθούν καμία δυνατότητα επικοινωνίας ή υπηρεσιών σε σχέση με τα πλησιέστερα μεγάλα αστικά κέντρα. Και όλα αυτά χάρη κυρίως στην ευρυζωνικότητα. Ως αποτέλεσμα, στο δήμο της Almere δημιουργούνται κάθε χρόνο περισσότερες από 5.000 νέες θέσεις εργασίας. Eγκαθίστανται δε περισσότεροι από 6.000-7.000 νέοι κάτοικοι ανά έτος, οι περισσότεροι εκ των οποίων ανήκουν στη δυναμική ηλικιακή ομάδα 18-26 ετών! Παρόμοια παραδείγματα δήμων υπάρχουν πολλά σε όλη την Ευρώπη.

Στις ΗΠΑ, μητροπολιτικά κέντρα όπως η Φιλαδέλφεια, το Σαν Φρανσίσκο, το Σικάγο κλπ. προχώρησαν ένα βήμα πιο πέρα και σχεδιάζουν ή ήδη ξεκίνησαν πειραματικά την παροχή δωρεάν ευρυζωνικού Internet με ασύρματα δίκτυα (τεχνολογίες Wi-Fi) μέσω των δήμων.

Ενόψει δημοτικών εκλογών λοιπόν και έχοντας υπόψη τα παραπάνω παραδείγματα, δεν μπορεί παρά να επισημανθεί, έστω και πρώιμα για τα Ελληνικά δεδομένα, η ανάγκη συμπερίληψης της ευρυζωνικότητας στις πολιτικές ανάπτυξης του κάθε δήμου. Η ευρυζωνικότητα έχει δικαίως χαρακτηρισθεί ως ο «ηλεκτρισμός του 21ου αιώνα» εξαιτίας των πολλαπλών θετικών ωφελειών που επιφέρει. Το να αγνοήσουμε την ευρυζωνικότητα ως συνιστώσα ανάπτυξης και ιδιαιτέρως στην περιφέρεια, ισοδυναμεί με το να αγνοούσαμε ή -το χειρότερο- να απορρίπταμε την ανάγκη εξηλεκτρισμού της πόλης μας, κατά τη δεκαετία του ’50!

Ωστόσο, ο συνδυασμός ευρυζωνικότητας στην περιφέρεια και παροχής δωρεάν ευρυζωνικού Internet από τους δήμους με ασύρματες τεχνολογίες ακούγεται κατ’ αρχήν εκρηκτικός!

Ήδη ομάδες πολιτών στην Ευρώπη αλλά τελευταία και στην Ελλάδα, ορμώμενες από τους πειραματισμούς μητροπολιτικών περιοχών των ΗΠΑ, απαιτούν την παρέμβαση των δήμων προκειμένου να τους διατεθεί «δωρεάν» ασύρματη πρόσβαση στο Internet. Θεωρούν μάλιστα πως αυτή η προσέγγιση είναι η πλέον «δημοκρατική», με «αυταπόδεικτη» χρησιμότητα, ιδιαίτερα εκεί που το κόστος ευρυζωνικής πρόσβασης είναι υψηλό ή εκεί που δεν υπάρχει διαθεσιμότητα γρήγορου Internet.

Τόσο το «δωρεάν» όσο και το «αυταπόδεικτο» της παραπάνω προσέγγισης, δεν μπορεί παρά να τοποθετηθεί σε εισαγωγικά. Και αυτό γιατί κάθε άλλο παρά δωρεάν ή αυταπόδεικτο είναι! Η εμπλοκή του δήμου στην παροχή «δωρεάν» Internet μπορεί κάλλιστα να επιβαρύνει το ευρυζωνικό μέλλον αλλά και τα βαλάντια των δημοτών. Οι στρεβλώσεις αυτής της προσέγγισης είναι πολλές.

Πρώτη στρέβλωση: το «δωρεάν» ευρυζωνικό Internet δεν σημαίνει Internet χωρίς κόστος! Στην πραγματικότητα το κόστος της ευρυζωνικής πρόσβασης που παρέχει ο δήμος, θα κρυφτεί κάτω από το «χαλί» των δημοτικών τελών. Ακόμη και αν δεν σταλούν ποτέ ξεχωριστοί λογαριασμοί Internet, ενισχύοντας την ψευδαίσθηση του «δωρεάν», οι πολίτες θα κληθούν να πληρώσουν από άλλο λογαριασμό τη δημοτική ευρυζωνική πρωτοβουλία. Πολύ δε περισσότερο που ο δήμος χωρίς την απαιτούμενη τεχνογνωσία, χωρίς το εξειδικευμένο προσωπικό και χωρίς να αποφύγει αναποτελεσματικές γραφειοκρατικές αγκυλώσεις και δυσλειτουργίες θα καταντήσει να χρεώνει πολύ περισσότερο, για χαμηλότερης ποιότητας υπηρεσίες, σε σύγκριση με τους ήδη σκληρά ανταγωνιζόμενους στις τιμές παροχείς Internet.

Δεύτερη στρέβλωση: Το κατά τα άλλα δημοκρατικό μέτρο του «δωρεάν» ασύρματου Internet για τους δημότες, θα το πληρώσουν χωρίς να το χρησιμοποιούν και χωρίς να το επιλέξουν όλοι οι δημότες ανεξαιρέτως. Στην Ευρώπη των 25, το ποσοστό διείσδυσης του ευρυζωνικού Internet αγγίζει το 23% του πληθυσμού. Στην Ελλάδα το ποσοστό αγγίζει δυστυχώς μετά βίας το 2%. Συνεπώς, το συντριπτικό 77% των δημοτών μιας Ευρωπαϊκής πόλης, ή αντίστοιχα το ... 98% των δημοτών μιας Ελληνικής πόλης, θα κληθεί να επιδοτήσει τη μειοψηφία των χρηστών και μάλιστα χωρίς να ερωτηθεί ή να το επιλέξει! Όχι απαραίτητα ο καλύτερος ορισμός της «δημοκρατίας».

Τρίτη στρέβλωση: η λειτουργία του δήμου ως παρόχου «δωρεάν» ευρυζωνικού Internet δημιουργεί ένα οιονεί τοπικό ευρυζωνικό μονοπώλιο με ό,τι αυτό συνεπάγεται! Ποιος άλλος θα θελήσει να επενδύσει τοπικά για να ενισχύσει τις ευρυζωνικές υποδομές; Πώς θα προσαρμοστεί έγκαιρα ο δήμος σε αλλαγές τεχνολογίας, χωρίς τεχνογνωσία; Είναι βέβαιο πως σε βάθος χρόνου, ο δήμος μη μπορώντας να ακολουθήσει τις γρήγορες τεχνολογικές αλλαγές και λόγω της μικρής κλίμακας του εγχειρήματός του, δεν θα μπορέσει να αποσβέσει τις επενδύσεις του πριν προχωρήσει σε νέες. Θα έχει συνεπώς δύο επιλογές. Ή θα καταδικάσει τους δημότες του σε τεχνολογική ευρυζωνική υπανάπτυξη μέχρι να πετύχει την τεχνολογική απόσβεση ή θα μεταφέρει τα κόστη για άλλη μια φορά στους δημότες και βεβαίως.... ισομερώς και χωρίς πολλές ερωτήσεις!

Στα παραπάνω, πρέπει να προστεθεί η πολύ σημαντική παρατήρηση, πως η ασύρματη τεχνολογία που θα επέτρεπε τους παραπάνω πειραματισμούς.... απλά δεν είναι ακόμη εδώ! Θα χρειαστούν μερικά ακόμη έτη δοκιμών μέχρι οι ασύρματες τεχνολογίες ευρυζωνικού Internet (Wi-Fi και WiMax) υψηλών ταχυτήτων, ποιότητας και χωρητικότητας, να μπορέσουν να μεταφερθούν σε πόλεις που έχουν την πυκνότητα κτιρίων και το είδος κατοικιών, όπως στην Ελλάδα.

Από αυτές τις επισημάνσεις δημιουργείται ένα εύλογο ερώτημα: τι μπορεί να κάνει τελικά ο κάθε δήμος για την ευρυζωνικότητα; Και αν έχει διαθέσιμους πόρους που δεν προέρχονται από τους δημότες, αλλά από διαρθρωτικά ταμεία της Ε.Ε. (Γ’ ΚΠΣ κλπ.) γιατί να μην τα αξιοποιήσει για να δώσει «δωρεάν» πρόσβαση σε ευρυζωνικό Internet;

Οι απαντήσεις είναι απλές. Ο δήμος πρέπει να αξιοποιήσει κάθε διαθέσιμο θεσμικό ή υλικό μέσο για να διευκολύνει τον ανταγωνισμό στις τοπικές ευρυζωνικές υποδομές και υπηρεσίες. Μόνον έτσι θα ευνοήσει σε βάθος χρόνου τους δημότες. Αντί να σπαταλήσει πόρους για να λειτουργήσει για 2-3 έτη ένα ασύρματο δίκτυο αμφιβόλου αξιοπιστίας, που με το πέρας των κοινοτικών επιδοτήσεων θα παύσει να λειτουργεί επαναφέροντας το ψηφιακό σκοτάδι, καλύτερα να διευκολύνει τις επενδύσεις σε ευρυζωνικές υποδομές για να μειώσει τα κόστη πρόσβασης.

Ευτυχώς στην Ελλάδα, μαθαίνοντας από τα παθήματα άλλων χωρών, στο πλαίσιο της Ψηφιακής Στρατηγικής 2006-2013 η Ειδική Γραμματεία για την Κοινωνία της Πληροφορίας ανακοίνωσε παρέμβαση στη βάση αυτής της προσέγγισης. Χρηματοδοτείται η δημιουργία ευρυζωνικής υποδομής και μητροπολιτικών δικτύων σε σχεδόν 75 δήμους όλης της χώρας. Πρόκειται για βασική υποδομή δικτύων οπτικών ινών που διασυνδέει μεταξύ άλλων και σημεία δημόσιου ενδιαφέροντος (σχολεία, Πανεπιστήμια, νοσοκομεία, βιβλιοθήκες κλπ.). Ευτυχώς όμως, δεν προβλέπει τη διάθεση δωρεάν Internet από τους δήμους! Τα μητροπολιτικά δίκτυα θα χρησιμοποιηθούν από τους ίδιους τους δήμους ή μπορούν να διατεθούν περαιτέρω ως υποδομή με εύλογο κόστος και χωρίς κέρδος, σε όσους επιθυμούν να τα αξιοποιήσουν (ιδιώτες, επιχειρήσεις κλπ.) προκειμένου να προσφέρουν ευρυζωνικές υπηρεσίες. Με αυτό τον τρόπο ενισχύεται ο τοπικός ανταγωνισμός, διευκολύνονται οι επενδύσεις και μειώνονται τα κόστη σύνδεσης και πρόσβασης, με τελικό ωφελούμενο τον δημότη. Το ποιοι από τους 75 δήμους θα αναπτύξουν τελικά αυτά τα δίκτυα, θα αποτελέσει και μέτρο σύγκρισης της ικανότητάς τους να αντιλαμβάνονται τις προκλήσεις της επόμενης μέρας. Και βεβαίως μια τέτοια πολιτική θα μπορούσε να υλοποιηθεί ακόμη και με ίδιους πόρους, από δήμους με πραγματικό αναπτυξιακό όραμα όπως στο παράδειγμα της Almere.

Επιπρόσθετα, οι δήμοι μπορούν να συμβάλλουν παρέχοντας ψηφιακές υπηρεσίες εξυπηρέτησης των πολιτών, οι οποίες θα τονώσουν τη ζήτηση για γρήγορο Internet. Η «Ψηφιακή Αυτοδιοίκηση», μια παρέμβαση της Ψηφιακής Στρατηγικής 2006-2013, κινείται προς αυτή την κατεύθυνση.

Αλλά ακόμη και αν δεν έχουν ενταχθεί σε δράσεις ή σε παρεμβάσεις εθνικής και κοινοτικής χρηματοδότησης, ακόμη και αν δεν αναπτύσσουν ή δεν έχουν τους πόρους για να αναπτύξουν ευρυζωνικές υποδομές που ενισχύουν τον ανταγωνισμό, οι δήμοι μπορούν να συμβάλλουν στην ανάπτυξη της ευρυζωνικότητας εγκαταλείποντας τουλάχιστον τις υπέρογκες χρεώσεις τελών διέλευσης, που αποθαρρύνουν τις επενδύσεις στο όνομα βραχυπρόθεσμων εισπράξεων και κοντόφθαλμων σχεδιασμών. Πρέπει να καταστεί σαφές, ότι τα έργα ανάπτυξης ευρυζωνικών υποδομών δεν αποτελούν μερικά ακόμη χαντάκια δημοσίων έργων.

Επανερχόμενοι ωστόσο στη σκληρή πραγματικότητα των... ελληνικών δημοτικών εκλογών, είναι μάλλον δύσκολο να βρεθεί η ευρυζωνικότητα στο λεξιλόγιο των υποψηφίων δημάρχων. Εδώ τη συζήτηση θα μονοπωλήσουν για άλλη μια φορά, οι δρόμοι, οι πλατείες και οι ονομασίες οδών. Όπως άλλωστε και στη δεκαετία του ’80.... του ’70.... του ’60..... του ’50.

Είναι απαραίτητο όμως να θυμηθούμε πως κατά τη δεκαετία του ’50, στις πόλεις όπου οι προϋποθέσεις για την περιφερειακή ανάπτυξη δεν είχαν δημιουργηθεί, εκεί όπου τότε ο ηλεκτρισμός -και σήμερα η ευρυζωνικότητα- δεν είχε προλάβει να φθάσει πριν τους δρόμους, σε εκείνες τις πόλεις αυτοί οι ίδιοι δρόμοι δεν χρησίμευσαν για να φέρουν νέους κατοίκους, επενδύσεις και θέσεις εργασίας. Χρησίμευσαν δυστυχώς στους πολίτες, ως οδοί εγκατάλειψης των πόλεων......

Έχουμε την πολυτέλεια να αγνοήσουμε την ευρυζωνικότητα;